Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

Επικαιρότις - 1 [Ηρώδειο]


 

Αγαπητό μου πόδι,

Θα στο πω και παρεξηγήσου∙ δηλαδή έχει περάσει τόσος καιρός κι εσύ εκεί, μόλις και κάνω ένα βήμα παραπάνω, τσουπ πρήζεσαι. Τί πρήζεσαι δηλαδή, νταούλι γιαννιώτικο αδελφάκι μου, από εκείνα τα πανηγυριώτικα, που εδώ τα σβουρνάς, στο δίπλα χωριό δεν κλείνουν μάτι. Εντάξει, κάπου ώπα, να τελέψεις με τα δικά σου, να σε πω κι εγώ τα δικά μου.

Γιατί εγώ είμαι της κουλτούρας. Τέτοια που από μικρή με φωνάζαν Αρβελέρ, μη κοιτάς τώρα που ντρέπομαι, παλιά, πολύ καμάρι το είχα. Η Κούλα η κουλτουριάρα με τ’ όνομα. Και νάσου οι λυρικές και νάσου τα Μέγαρα, όχι παιδάκι μου του Σαρωνικού, με τις σπαλομπριζολάρες, που, να τα λέμε κι αυτά, έβγαλαν κι έναν Κάλχα τέλος πάντων, τα άλλα, τα μουσικά. Και τα καλοκαίρια νάσου οι Επίδαυροι και νάσου και τα Ηρώδεια.

Μια στάση εδώ.

(Να βγω στο δρόμο να χορέψω μια σαρακατσάνα να με φύγει και το γινάτι)

Γιατί η χάρη μου εχτές πήγε στο Ηρώδειο. Δηλαδίς ήταν να πάγω κάνα χρόνο πριν, αλλά με τις καραντίνες και με τα τέτοια, δεν μπορέσαμε και μεταφέρθηκε το κελεπούρι.

Και ποιος αφήνει τα κελεπούρια;

Κι αν έχω ζήσει στιγμές στην αγκαλιά του την πέτρινη, τη μαρμαρένια, τη μονάκριβή μου. Τί Θοδωράκη με την Όμορφη Πόλη του, τί τελευταία παράσταση του Βογιατζή κι όλοι να κλαίμε στην ύστατη υπόκλιση, καταπονημένος τέρμα, τί Μητροπάνο να χορεύει τον ζεϊμπέκικο και να ραγίζει ο βράχος, τί Philip Glass με τη βροχή τουλούμι κι όλοι με ομπρέλες ανοιχτές να ερωτευόμαστε τον έρωτα. Τί Πέρσες, Ευμενίδες, Πλούτο, Αντιγόνη, Ιππείς. Τί Ξαρχάκο να απλώνει τα φτερά του να σκεπάζει την πανσέληνο. Και πόσα ακόμα…

Αχ, έτσι μια τα σκέφτηκα και λιγώθηκα!

Που λες, ήρθε η ώρα να δούμε την παράσταση των παραστάσεων, που μας τη στέρησε η καραντίνα η ξεδοντιάρα με τον γιο της τον αρρωστιάρη, που κακό χρόνο να ‘χει τέτοιος που ‘ναι, μας τσάκισε, μας γονάτισε….

Μια φορά τη βλέπεις τη Monica, εμ, έτσι είναι, δεν έρχεται να σε χτυπήσει και το κουδούνι κάθε δεύτερη να της γυρίσεις το φλιτζάνι. Και τί Monica, ολάκερη Bellucci, σταρ του σινεμά για, να έρθει μέχρι τη γειτονιά μας από τα ξένα και να μην πάμε;

Ντροπή!

Πόσο μάλλον που θα έρθει να μας διαβάσει τα γράμματα της Κάλλας, της Μαρίας μας, που όταν τραγουδάει σκιρτά η καρδιά μας.

Σκιρτά, δε σκιρτά;

Αν σκιρτά, λέει….στα δυο κόβεται, πώς κόπηκε η καρδιά του Ηρώδη, του Αττικού καλέ, όχι του άλλου του αναθεματισμένου που κυνηγούσε να πιάσει τα νήπια, του άλλου, του άντρα της Ρηγίλλης, που την έχασε πριν καν ζήσουν τον έρωτά τους – αν και εδώ υπάρχουν και παρατράγουδα που δεν τον δείχνουν και το καλύτερο παιδί της πιάτσας, αλλά δεν ήμανε και μπροστά και δεν θα επεκταθώ – και που από τον καημό του δεν άντεξε και έχτισε το περί ου για να ακούγονται μουσικές και όχι τα κλάμματά του.

Έτσι που λες χτίστηκε το Ηρώδειο, από έναν παράφορο, απελπισμένο έρωτα, καταραμένο να ζήσει μόνο ανάμεσα σε νότες και αιώνες που θα περνούν από πάνω του και θα το αφήνουν μνημείο, να πηγαίνουμε να ευφραινόμαστε, να ξεχνάμε τους νταλκάδες μας.

Ναι, το λοιπόν, η Monica διαβάζει Κάλλας!

Ντύθηκα η καλή σου, στολίστηκα, έβαλα και τα σανδάλια μου και κίνησα. Και λέω σανδάλια γιατί στο Ηρώδειο και στα μέρη τα τέτοια τα ευαίσθητα δε βάζουμε τακούνες, γιατί πληγώνουμε τα μάρμαρα. Όλοι το ξέρουν αυτό.

ΑΜ ΔΕ!!!!!

Τί το ‘θελα και πήγα, που δεν καθόμουν σπιτάκι μου, να ξεκουραστείς κι εσύ, να δω κι εγώ Μέλλισες, Μύγες, Τρυποκάρυδους, Σασμούς, λοιμούς και καταποντισμούς, που με το που μπήκαμε με ήρθε νταπλάς τρικούβερτος.

Ε ρε τακούνα και κακό! Πεντάποντα, δεκάποντα, δωδεκάποντα, να και κάτι στιλέτα που σε καρφώνουν και κιχ δεν προλαβαίνεις να βγάλεις, χρυσά και με πούλιες και τί να σε λέγω.

Όχι όλοι. Ευτυχώς. Να το πω, το άδικο ούτε ο Θεός, οι περισσότερες, γιατί για εμάς τις γυναίκες μιλάμε, φορούσαν χαμηλά. Απαλά πατούμενα, να σεβαστούν το χώρο, να μην βλάψουν, κακό μην κάνουν.

Αλλά ήταν εκείνες οι φόνισσες, οι δολοφόνες, οι κακούργες που με μάνιασαν. Πού πας κυρά μου με την τακούνα; Στο πανηγύρι του χωριού σου να σε δει η κοντοχωριανή η Μαρίτσα να σκάσει από το κακό της που εσύ έχεις κι αυτή όχι;

Και πού να περπατήσουν καλά, που τα μάρμαρα αρχαία και ταλαίπωρα τα γιαβράκια μου. Και να, να τρυπάνε το μάρμαρο για να μην γκρεμιστούνε, να τσακιστούνε, να ησυχάσουμε.

Τις άκουγα τις μικρές φωνούλες πόνου τις μαρμάρινες. Να, μα τον άγιο, τις άκουγα. Να μη σώσω, τις άκουγα. Και λες, ένιωθα πως εμένα τρυπάνε. Μέσα στην καρδιά μου, δεκαπεντάποντα στιλέτα με μαλλί κομμωτηρίου.

Και να οι φωτογράφοι και οι καμεραμάνοι, πρεμιέρα, βλέπεις. Και να οι ταξιθέτριες κι οι ταξιθέτες. Και οι υπεύθυνοι χώρου. Κι ούτε ένας να λέει, ούτε μια ανακοίνωση να βροντοφωνάζει

«ΒΓΑΛΤΟ ΜΑΡΗ ΚΑΜΠΙΑ ΤΟ ΠΑΤΟΥΜΕΝΟ ΤΟ ΜΥΤΕΡΟ, ΠΟΥ ΤΟ ΡΗΜΑΞΕΣ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ».

Καλά, δεν πέρασα. Ήταν κι η Monica αταλάντου και αδιαβάστου γωνία, να μην ξεκολλάει ο μάτης από την οθόνη που είχε μπροστά της να της λέει τα γραμμένα, δήθεν τάχαμου χαμένη στις σκέψεις, ποιες σκέψεις καλέ, που, άμα αργούσε να βγει η γραμμή την έλουζε κρύος ιδρώτας, λες και πέντε λεπτά πριν την παράσταση την είπαν «εσύ θα διαβάσεις» και δεν πρόλαβε ούτε μια ματιά να ρίξει, ήταν κι όλες οι άσχετες που ήρθαν να μου σφαγιάσουν το μάρμαρο, που εσένα περίμενε μαρή το αρχαίο, που άντεξε του λιναριού τα πάθια τόσους αιώνες να έρθεις για να το αποτελειώσεις.

Ίσα λινάτσες της ψευτοκουλτούρας!

Ίσα κάμπιες του τελεβίζιου!

Η Τέχνη ήταν πριν από εσάς και θα είναι και μετά από όλους μας. Υπέροχη, ακέραια, αλησμόνητη. Κι όταν την πληγώνετε, εκείνη ξανασηκώνεται και σας πετάει τη φτώχεια σας στα μούτρα. Στα μπογιατισμένα, φουσκωμένα μούτρα σας.

Σηκώνεται, βάζει τα σανδάλια της κι αφήνει ίχνη σε κάθε βήμα της….

Κούλα Κούτσαβλου


Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ

  Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά. Αδύνατον! Και υπάρχει, λέει,   ...