Τρίτη 10 Μαΐου 2022

Έργα ΔΕΔΔΗΕ

 


Αγαπητό μου πόδι,

Γιατί δε φταίει κανένας άλλος, εγώ φταίω που ζω με το καντούνι παραμάσχαλα.

Αυτή, που λες, η βεράντα μας, μου καίει την καρδιά. Με τα λουλουδάκια της, τις γλαστρούλες της, είναι κι αυτός ο Λυκαβηττός που με το που ξυπνάω μου λιγώνει το μέσα, μούρλια σε λέγω.

Και σήμερα, δεν ξέρω, πες που ανοίξιασε πια για τα καλά, πες που δεν έχω να τρέξω στους πέντε δρόμους σαν την τρελή πρωινιάτικο, είπα να πιω το καφεδάκι μου στη λιακάδα. Πήρα και το βιβλιαράκι μου υπό μάλης, απλώθηκε και ο Λάζαρος πάνω στο τραπέζι, τραχανάς ίδιος, ακριβώς μπροστά μου με την ουρά σελιδοδείκτη, μη με χάσει το παλικάρι μου, ο κανακάρης μου.

Μετά από λίγη ώρα, όσο να πεις, μια λιγούρα με έπιασε. Σηκώθηκα, πήγα στην κουζίνα – δεν είναι να τα αγνοείς αυτά τα πράγματα, το πρωινό είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας [κι από την άλλη να την ακούω και την άλλη, τη μακαρίτισσα τη μάνα μου που ζει χρόνια στα σωθικά μου «ποιο γεύμα της ημέρας δεν είναι σημαντικό για σένα που σε λίγο δεν θα χωράς από τις πόρτες να ‘ξερα»].

Όχι που δεν θα την έκανε τη δουλίτσα της, γεια σου μπρε Βαγγελιώ ντερμπεντέρισσα, με την καλή σου την κουβέντα…ένα τοστάκι όμως θα το χτυπήσω.

Που είπα δεν θα τρώω το βράδυ και με το που ξυπνάω μπορεί να φάω και την τσιμούχα μαζί με τη βρύση που στάζει και το νεροχύτη. Κι αν χασκογελάς, τώρα που με διαβάζεις, μπορεί να φάω κι εσένα.

Και ξέρεις τώρα πώς μυρίζει το ευλογημένο με το παίρνει να ψήνεται και νάσου και το ροδαλό το χρωματάκι και νάσου οι ριγούλες οι ξανθές και νάσου και το τυράκι να λιώνει στα πλάγια και….

ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝ

ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝ

Έλα Βαγγελίστρα μου πρωί – πρωί. Λες να σηκώθηκε η Βαγγελιώ από το μνήμα να με κοπανίσει που δεν τρώγω αβοκάντο με λίγη βρώμη και ελάχιστο γιαούρτι με μηδέν λιπαρά;

«δυο φετούλες, μόνο με τυρί μπρε μάνα…»

Όχι.

Η Ζαφειρούλα στην άλλη άκρη της γραμμής. Τη γλίτωσα την επικοινωνία με τον Κάτω Κόσμο και σήμερα.

«Κατέβα να μετακινήσεις το αμάξι, έχει έργα η ΔΕΔΔΗΕ»

Και σκέφτομαι το καημένο το αμαξάκι μου, μια σταλίτσα σαραβαλάκι, ξαφνικά χωμένο σε ένα χαντάκι που έχει σκάψει ο δεδδηές ο άπονος, να μη μπορεί να βγει και να κλαίει μόνο του μέσα στα χώματα…

Με το τοστ στο δόντι – αχ μωρή Βαγγελιώ δαιμόνια είσαι πανάθεμά σε – να βάλω φόρμα – μη βγω και με τη νυχτικιά και με δει ο κόσμος – να βάλω παπούτσια, να πάρω κλειδιά, να προλάβω, μην έρθει ο δεδδηές και μας βρει μπόσικους και μας ρίξει στο χαντάκι του για πάντα…

Κατεβαίνω, αγωνία, πού να βρω τώρα να παρκάρω στο Εξάρχειο, αχ, έπρεπε, έπρεπε να έχω ένα ρημαδοπάρκινγκ αλλά πού, ο Καραμανλής φταίει, το ΚΗ’ ψήφισμα «Περί παροχής διευκολύνσεων δια την υπό ιδιωτών ανοικοδόμησιν» φταίει, το 1950 φταίει, η ΔΕΔΔΗΕ φταίει, πάντως εγώ είμαι σε απόγνωση.

Α! θέση στον ορίζοντα!

Νάτη, υπέρλαμπρη, ευρύχωρη, ευήλια, ευάερη και στην απέναντι γωνία. Νίντζα η Κούλα, α ρε πόδι, όλα μαζί τα περνάμε, σε δύο λεπτά είμαι και παρκάρω.

Ανάσα. Τα χειρότερα πέρασαν. Σώσαμε και το σαραβαλάκι. Με βλέπω παρασημοφορεμένη, με τα καλά μου, ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας να μου σφίγγει το χέρι, ο Αρχηγός της Αστυνομίας δίπλα μου περήφανα χαμογελαστός για το τέκνο του Έθνους που τα κατάφερε και στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Φλας. Ξυπνάω.

Τα πήρα τα χάπια μου το πρωί;

Παίζει και όχι.

Επιστρέφοντας, τον βλέπω. Ο Γιώργης, το γειτονάκι μου, ο γλυκός μου, τόσα χρόνια μια πόρτα, να κάνει το απονενοημένο διάβημα. Παρκάρει στη θέση που είχα εγώ στιγμές πριν. Τον κάνω εικόνα να τον ανασύρει η ΕΜΑΚ από το χαντάκι. Άντε πάλι το χαντάκι και ο δεδδηές ο μοβόρος.

Τρέχω.

ΜΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ

Σκιάχτηκε ο χριστιανός.

«Τί είναι καλέ;» μελάνιασε από την τρομάρα του.

«Τι έπαθες;»

Κάνουν έργα, θα πεθάνεις, θα σκάψουν μέχρι τη Μέση γη, θα βγουν τα Ορκ, κομμάτια θα σε κάνουν, άλλαξε θέση, να, διάβασε, έχει χαρτάκι, μας έβαλαν και ασπροκόκκινη ταινία, σκηνή από έγκλημα, γέμισε ο τόπος πτώματα, εκατόμβη νεκρών από έργα της ΔΕΔΔΗΕ….

«Έχει σημείωμα» ήρεμη μπάσα φωνή, χαλαρό βλέμμα «λέει να μη παρκάρουμε γιατί θα σκάψει η ΔΕΔΔΗΕ, εδώ ήμουν και ξεπάρκαρα».

«Έλα μωρέ που θα ‘ρθουν, σιγά μην έρθουν, δεν έρχεσαι να σε κεράσω ένα καφεδάκι να τα πούμε που ‘χει ακόμα δροσιά;»

Και σιγοσφυρίζοντας, παρκάρει.

 

ΠΑΡΚΑΡΕΙ!!!

 

Ανέβηκα επάνω, έβγαλα τα παπούτσια, έβγαλα τη φόρμα, φόρεσα ξανά τη νυχτικιά μου και ξάπλωσα λίγο. Δεν έχω διάθεση να βγω στο μπαλκόνι. Σαν να νύχτωσε και νυστάζω.

Βλέπεις, εδώ στην Ελβετία του νου μου, βραδιάζει νωρίς….

 

Κούλα Κούτσαβλου


Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ

  Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά. Αδύνατον! Και υπάρχει, λέει,   ...