Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023

Ούτε καληνύχτα, ούτε τίποτα Κεμάλ


 

Άσε μας ρε Κεμάλ κι εσύ. Καληνύχτα και καληνύχτα. Τί καληνύχτα ρε; Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εμείς καληνυχτιζόμαστε;

Και στην τελική θυμάσαι πότε νύχτωσε;

Πότε νύχτωσε ρε Κεμάλ; Για πες.

Τότε δεν ήταν που αποφάσισες να μη μιλήσεις, να το καταπιείς όλο, και το στανιό σου και το θυμό σου και το ζόρι σου;

Που αποφάσισες να εκτονωθείς στο πιώμα, στο τζόγο, στο ποδόσφαιρο και στη ράχη του διπλανού, του παιδιού, της γυναίκας και του άντρα σου;

Να εκτονωθείς κι έπειτα να το βουλώσεις, Κεμάλ;

Που αποφάσισες ότι τα πράγματα έτσι είναι και δεν αλλάζουν και ποιος είσαι εσύ που θα αλλάξεις τον κόσμο;

Που άρχισες τα «δε βαριέσαι»;

Που έκλεισες το βιβλίο της Ιστορίας; Ή μήπως δεν το άνοιξες ποτέ Κεμάλ;

Που χώθηκες σε μια οθόνη, είτε γεννήθηκες μέσα σ’ αυτή, είτε τη γνώρισες κάπου στο ενδιάμεσο κι έγινε αυτή, η οθόνη ντε, όλη σου η πραγματικότητα;

Που έγινες ακίνητος, καναπεδιασμένος και φοβάσαι καθετί που θυμίζει σχέση;

Που όταν σε ζορίζουν τα πτώματα που έχουν γεμίσει τον τόπο βάζεις σειρούλα στο Netflix να έρθεις λίγο να ξαλεγράρεις;

Που δεν μπορείς να περπατήσεις στο δρόμο από τα σκαμμένα και τα σπασμένα και τα χάλια και έτσι αποφασίζεις, όχι να καταγγείλεις αλλά να μην περπατάς άλλο;

Που παρκάρεις σε ράμπες για ανάπηρους γιατί «εντάξει, δέκα λεπτάκια θα κάνω;»

Που «πω μωρέ, δεν ασχολούμαι εγώ μ’ αυτά», κάθε που η κουβέντα πάει στα πολιτικά;

Που δε γνωρίζεις. Και δεν θέλεις να μάθεις γιατί «όλοι το ίδιο είναι». Σκέφτηκες ότι το «όλοι» σε περιλαμβάνει, Κεμάλ;

Που σε προσβάλλουν μέσα στο μούτρο και δεν το παίρνεις χαμπάρι;

Που σου λένε ψέματα με τον πιο χυδαίο τρόπο και δεν το πιάνεις, Κεμάλ;

Που χώνουν τη χερούκλα μέσα στη τσέπη σου και σου παίρνουν τα φραγκοδίφραγκα και τους χρωστάς κι από πάνω;

Που χρωστάς και χρωστάς και τελειωμό δεν έχει το χρέος; Ε Κεμάλ;

Που σου κόβουν το ρεύμα, το νερό, το τηλέφωνο;

Που δεν έχεις να φας Κεμάλ;

Που δεν μπορείς, όχι να αγοράσεις, πού τέτοια τύχη, δεν μπορείς να νοικιάσεις ένα κεραμίδι για να βάλεις από κάτω το κεφάλι σου;

Που ο αδελφός σου είναι που δε σε λυπάται, Κεμάλ;

Που η δικαιοσύνη δεν είναι δικαιοσύνη και ούτε άλλες λέξεις είναι αυτές που ακούγονται, δημοκρατία Κεμάλ, ισότητα Κεμάλ, δικαίωμα, ελευθερία;

Που τρέμεις σαν το φύλλο μη σε πιάσουν γιατί η επανάστασή σου εξαντλείται σε μικροαπατεωνιές και ματσαράγκες ενώ οι αποπάνω σου κλέβουν με δέκα δαγκάνες;

Που σε χαστουκίζουν μες στα δόντια και ζητάς και συγνώμη;

Που πνίγεσαι, καίγεσαι, εξαϋλώνεσαι, διαλύεσαι, αποκλείεσαι, φοβάσαι, φοβάσαι Κεμάλ;

Που σε ενοχλεί όποιος δεν σου μοιάζει γιατί αυτός φταίει για το χάλι σου, Κεμάλ;

Που διπλοκλειδώνεις μήπως και μπει ένας άλλος κακομοίρης που σου μοιάζει και δεν το ξέρεις και σου αρπάξει το τίποτα που σου ανήκει Κεμάλ;

Που μια στο τόσο σου λένε πως δικαιούσαι να έχεις άποψη και τότε θυμάσαι να τους περιφρονήσεις Κεμάλ, ενώ κάθε μέρα τους κάνεις ρεβεράντζες και σκύβεις τη μέση, ε Κεμάλ;

Που μόλις ζοριστείς κουμπώνεις δυο χάπια, πίνεις και κάτι χορτάρια, τραβάς και μια γραμμή στο πού και πού και χαίρεσαι που τα βρίσκεις πια όλα αυτά τόσο εύκολα, χωρίς να αναρωτιέσαι γιατί ξαφνικά η τόσο χαλαρή πρόσβαση; Ε, Κεμάλ; Πώς κι έτσι;

Και που μετά ξεχνάς, Κεμάλ, ξεχνάς κι επειδή ξεχνάς και είσαι κι αδαής Κεμάλ και αδρανής Κεμάλ κι επειδή το πληκτρολόγιο είναι όλος σου ο κόσμος Κεμάλ, επαναλαμβάνεις Κεμάλ, μπαίνεις στη λούπα και τραβάς απ’ την αρχή τη λέζα, Κεμάλ. Κι ούτε που το ξέρεις, Κεμάλ αγόρι μου, μόνο γκρινιάζεις κι έπειτα σκύβεις και σφίγγει η τραχηλιά Κεμάλ, σφίγγει μέχρι που να σκάσεις και να συνεχίσει στη θέση σου ο επόμενος, με την ίδια φάτσα, τα ίδια ρούχα, τα ίδια παπούτσια, το ίδιο κινητό και την ίδια αδιάφορη στάση.

Αυτός ο κόσμος, Κεμάλ, δεν θα αλλάξει γιατί δεν θα κάνεις κάτι για να αλλάξει. Έστω και λίγο. Ούτε αυτό το λίγο θα κάνεις, Κεμάλ.

Γι’ αυτό, ούτε καληνύχτα κι ούτε καλημέρα.

Δε θέλω πολλά πολλά με την πάρτη σου. Και όσα σου ‘πα, λίγα είναι. Έχω κι άλλα, αλλά δεν έχει νόημα. Δεν έχεις νόημα.

Τα λέμε στην κόλαση, Κεμάλ.

Το νου σου.


Τρίτη 8 Αυγούστου 2023

ένα μαζί...





 Τελικά, αυτό το κορίτσι πολύ το γουστάρω. Στο παρελθόν, η αλήθεια είναι ότι είχαμε τα προβλήματά μας, κυρίως με τη σιωπή της. Αυτή η σιωπή της με τρέλαινε. Θυμάμαι πολλές φορές που ρωτούσα και ρωτούσα κι εκείνη, έσκυβε στην τσάντα της, στην τσέπη της, να βρει τον καπνό, να στρίψει, να ανάψει. Πρώτη τζούρα κι έπειτα αλλαγή θέματος, "πήρε να βραδιάζει νωρίς"...

Με τον καιρό κατάλαβα πώς το να ζω μαζί της θα σήμαινε να καταλάβω και τη σιωπή της. Δεν είναι ότι δε μιλούσε ποτέ. Κάποιες φορές μάλιστα, μπορεί κάποιος να την έλεγε και φλύαρη. Αλλά ποτέ για τα βαθιά της. Τα σκοτεινά της νερά ήταν πάντα μακριά από του κόσμου το βλέμμα. Ακόμα είναι. Αγαπά πολύ να βυθίζεται εκεί κάποιες ώρες μόνες, είναι δικά της αυτά τα νερά, τους μιλά κι εκείνα είναι εκεί, το σταθερό της σημείο.
Σήμερα την παρατηρούσα σαν ξύπνησε. Σαν να μην ήθελε να ξυπνήσει, σαν να μην ήθελε να αφήσει αυτό το όνειρο που από το απόγευμα την τυρρανούσε. Το έβλεπε ξύπνια, το επανέλαβε στον ύπνο της. Ένα κατακόκκινο όνειρο, γεμάτο ένταση, από αυτά που παρακαλάς να δεις. Θες οι λέξεις που διάβασε πριν να κοιμηθεί, μπορεί, θες οι σκέψεις της τον τελευταίο καιρό, δεν ήθελε να ξυπνήσει, έπρεπε όμως.
Έπρεπε να βγει για δουλειές. Σιχαίνεται να βγαίνει έξω το πρωί με ζέστη, είναι του χειμώνα Κόρη, σιχαίνεται και τα πρέπει και σήμερα τα δυο στεκόταν μπροστά της. ένα πρέπει, το πρωί, με ζέστη.
Με το που έφτασε στη στάση, είδε το λεωφορείο να φεύγει. "Δε γαμιέται, θα το πάω με τα πόδια". Της αρέσει το κέντρο, της αρέσει να βλέπει τους ανθρώπους, αγαπά τους ανθρώπους, θέλει να βρίσκεται ανάμεσά τους. Όχι πάντα, αλλά πολλές φορές. Περπατούσε και κοιτούσε, βιτρίνες, πρόσωπα, χρώματα, πρόσωπα, ήχοι της πόλης, το βραδινό όνειρο, πρόσωπα...
Και τότε συνέβη. Σαν να είχε πιει δυο μπουκάλια τεκίλα, από εκείνες τις νιότης της, άρχισε να τα βλέπει όλα διπλά. Όλα. Διπλά. Έκανε ένα βήμα, το κατάλαβε σαν τρία. Ένιωσε να παραπατάει.
"Ώπα! μαλακία γίνεται τώρα...."
Πιάστηκε από ένα κολωνάκι στην άκρη του δρόμου. Στα δυο μέτρα μια πολυκατοικία. "Να κάτσω". Κάθησε. "Δεν πήρα νερό μαζί μου, να πάρω τηλέφωνο, ποιον να πάρω τηλέφωνο, κάνει ζέστη, έχει ήλιο, κι αν σωριαστώ; μαμά; μπαμπά; καμιά απάντηση, δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν, Άγγελέ μου, αχ Άγγελέ μου θυμάσαι τη διπλωπία στο νοσοκομείο; κι εσύ φοβόσουν τότε, κι εγώ τώρα, ποιον να πάρω τηλέφωνο, εγώ είμαι το τηλέφωνο που παίρνει κάποιος όταν ζαλιστεί στο δρόμο και δεν έχει νερό και κάνει ζέστη, εγώ είμαι το τηλέφωνο, δεν υπάρχει κανείς, ποιον να πάρω...."
"Ησυχάζουμε τώρα, εγώ είμαι εδώ, δεν φοβάμαι όταν είμαι εγώ εδώ..." Τα σκοτεινά νερα ταράχτηκαν και γέμισαν λάμψεις από ένα φεγγάρι που, ποιος ξέρει πώς, βρέθηκε να περπατά στην Ιπποκράτους, πρωί - πρωί....
"Να πάρω ανάσα, να πάρω λίγο αέρα, όλα θα πάνε καλά, δε βιαζόμαστε μικρή μου, δεν φοβόμαστε, όλα θα πάνε καλά..."
Ανάσα. Αέρας. Καυτός αέρας, αλλά αέρας. Βλέπω το χέρι της να πιάνει το μέτωπό της, να καθησυχάζεται, να ηρεμεί. Μένει εκεί, να κοιτάζει το δρόμο, περιμένει, περιμένει. Κι έπειτα κάνει να σηκωθεί, σιγά - σιγά, προσεκτικά, είναι η ίδια που τη βοηθά να σηκωθεί, σαν να την πιάνει από το μπράτσο και να την αγκαλιάζει για να μην φοβάται. "Θα πάω από τη σκιά και τίποτα δύσκολο δεν θα συμβεί. Μέχρι να βρω να πάρω λίγο νεράκι. Μετά, όλα εύκολα".
Μαγαζάκι. Νερό. Λίγο πιο κάτω μια στάση. "Να κάτσω πάλι λίγο. Έτσι, δε βιάζομαι, λίγο - λίγο θα το πάω".
Όλα έγιναν. Και η δουλειά έγινε και στο σπίτι με ασφάλεια γύρισε και η ζαλούρα σιγά - σιγά φεύγει. Στρίβει τσιγάρο και κάτι τραγουδά...είναι ασφαλές να είμαι εκεί, μαζί της....

χ.π.


Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Κούλα Κούτσαβλου - Επικαιρότι

 



Αγαπητό μου πόδι,

Σε ονειρεύτηκα ψες το βράδυ. Θα με πεις, ποιος ονειρεύεται το πόδι του, ξέρω γω, πάντως εγώ σε ονειρεύτηκα. Ήμασταν, λέει, σε μια βουνοπλαγιά και περπατούσαμε και ξαφνικά γύρισες και με λες «αχ, βγάλε βρε τζανεμ το παπούτσι ν’ αγγίξω λίγο χώμα»..

Τούτες τις μέρες θα ήταν περήφανη για μένα η θεια μου η Κατίνα, «Καίτη» τόνιζε «Καίτη καλέ, μας ακούει κι ο κόσμος». Και ξέρεις, ο κόσμος, όπως τον μάθεις, να, καλή ώρα, εγώ που δεν στρέχω ν’ ανοίξω το χαζοκούτι ενώ στη βεράντα μου με φωνάζουν τα λουλουδάκια μου, λίγο να τα ξεχορταριάσω, λίγο να τα μιλήσω, λίγο να τους ρίξω το νεράκι τους, τώρα όλη την ώρα το έχω ανοιχτό, το χαζοκούτι ντε, και η μούρη μου όλο και ρίχνει κλεφτές ματιές, όλο και γυρνάει στα κανάλια να δω πού είμαστε, τί κάνουμε, αν καταφέραμε τίποτα.

Γιατί, μέρες που’ ναι, Γιούλη μήνα, έχουμε πάρει φωτιά και καιγόμαστε. Και θα με πεις, πρώτη φορά είναι και τότε είναι που θα βγάλω την παντόφλα κι όπου σε βρω, γιατί δεν είναι κουβέντα να λες και λόγος να λογιάζεις.

Τί είναι καλέ η φωτιά και το περνάμε έτσι; Έσταξε η ουρά του γαϊδάρου είναι; Αχ και να βλέπω να καίγονται τα δεντράκια και να σκέφτομαι τότε, στο χωριό της μάνας μου, διακοπές τρεις μήνες είχαμε τότε, ωραίες μέρες, τέλος πάντων, που έπιασε φωτιά το σπίτι της Κυρά Λούτζως, της μάνας του Κυριάκου που είχε το αγοραίο και πηγαινόφερνε κόσμο από το ένα χωριό στο άλλο. Η Κυρά Λούτζω, αν έτρωγες κεφτέδες από τα χέρια της, άλλο δεν ήθελες να φας, χρυσοχέρα, χήρα είκοσι χρόνια η καημένη, μια μέρα αχ δεν έκανε, μόνη της κούτσουρο ίδιο τονε μεγάλωσε τον Κυριάκο, δυο μέτρα καλό παιδί, χρυσό τον έκαμε, τέλος πάντων, ποιος ξέρει πώς ξέχασε το τηγάνι στη φωτιά και άρπαξε το σπίτι, μια φλόγα ίσαμε τον Ύψιστο να του τσουρουφλάει το γένι.

Όλο το χωριό έτρεξε, να οι κουβάδες, να οι κουβέρτες, το έσβησαν το σπιτάκι. «Άλλο κακό να μη μας βρει», όλο αυτό άκουγες για μέρες στο χωριό.

«Άλλο κακό να μη μας βρει»

Εψές που λες, πριν να σε ιδώ στον ύπνο μου, ήρθε η Τασούλα, η εγγόνα της Κυρά Μαρίας από κάτω να με φέρει που έφτιαξε η γιαγιά της ραβανί που μ’ αρέσει. Και την είπα να με πει τί γίνεται γιατί από την τελεόραση δεν καταλαβαίνω και πολλά, με νευριάζουν κιόλας που τα λένε μπερδεμένα. Και κάθισε το παιδί και με είπε και με έδειξε και στο κινητό.

Πάνε τα δεντράκια, καήκαν ζώα με είπε, ψυχούλες αθώες, ένα τσακ και τσουπ στην Παράδεισο που λένε και με είπε να μην πιστεύω πως αθρώποι δεν πεθάναν, γιατί πεθάναν. Και με είπε και για τα παιδιά τα δυο που οδηγούσαν το αεροπλάνο που σβήνει τις φωτιές, πήγαν τα πουλάκια μου να σβήσουν τη φωτιά κι έγιναν μέρος της. Και να μη σταματάνε τα μάτια μου να τρέχουν.

Και να σκέφτομαι τις μανούλες και τους πατεράδες τους, να το πλένεις, να το μαγειρεύεις, να το σιδερώνεις και να στο στείλουν πίσω πεθαμένο.

Αχ Βαγγελίστρα μου, πώς τ’ αφήνεις αυτά και γίνονται…

Θα με πεις, τα ελάφια δεν έχουν μανούλα; Τα λαγούδια, τα πουλιά, τα σκυλάκια, τα γατιά; Αυτά δεν έχουν μανούλες; Πώς δεν έχουν, έχουν.

Και θυμάμαι και την Ακριβούλα, που μένει ένα σπίτι κάτω, που ήθελε να φτιάξει πίτα τρομάρα της και τελευταία ώρα γύρευε αυγά κι αλάτι. Αμ πώς θα φτιάξεις πίτα άμα δε μαζέψεις γύρω σου τί χρειάζεσαι; Άμα περιμένεις να έρθει μόνο του τ’ αυγό, πρόκοψες, ξίνισε το ζυμάρι, πάει η πίτα.

Θα με πεις, πώς μου ‘ρθε η Ακριβούλα. Μου ‘ρθε γιατί πολλά δεν ξέρω αλλά ξέρω πως άμα περιμένεις να πιάσει η φωτιά για να τη σβήσεις, θα πρέπει να είναι τουλάχιστον στο σπίτι της Κυρά Λούτζως, δυο καμαρούλες ίσα – ίσα, φου κάνεις και το σβήνεις.

Άμα το δάσο δεν είναι σπιτάκι, έχει έκταση, κι εδώ με είπε η Τασούλα έχει ανάψει όλη η Ελλάδα, πού να προλάβουν και τί να προλάβουν οι χωριανοί…

Σύρε από το χειμώνα, λέω εγώ που δεν ξέρω, κάνε δρόμους, βάλε προστασία, τί προστασία δεν ξέρω, άμα ήξερα θα πήγαινα να τη βάλω εγώ, πώς έβαλε η Τούλα του Γιώργη το αυτόματο να ποτίζονται τα λουλούδια όταν θα λείπανε στο χωριό, δυο βδομάδες θα λείπανε, θα είχανε ξεραθεί τα φυτά, έβαλε αυτόματο και γύρισε και τα βρήκε καλύτερα από πριν.

Να βάλετε αυτόματο πότισμα. Στα δάση, ναι, ξέρω γω; Άμα είναι να ξέρω εγώ, βάλτε εμένα να κάνω κουμάντο να δεις εσύ πάστρα και νοικοκυροσύνη. Και τα δεντράκια και τα ελαφάκια και τα γατάκια και τα λαγουδάκια, πεντακάθαρα, ταϊσμένα, ποτισμένα, και το δάσο, να τρως από κάτω που λέει ο λόγος.

Να βάλετε αυτόματο πότισμα κι όταν έρθει η φωτιά, όπως έρθει, τη βάλει ο ήλιος, τη βάλει ο παναθεμάτονε, όποιος τη βάλει, να κάνει ένα φρουπ φρουπ φρουπ και να μην μπορεί να πιάσει η σπίθα.

Φρουπ φρουπ φρουπ…

Γιατί η πίτα της Ακριβούλας και καλή να μη γίνει έτσι που αφήνει τη ζύμη και γυρνάει στο σοκάκια για αυγά, δεν πειράζει, θα φτιάξουμε άλλη.

Αυτά που πέθαναν, δέντρα και ζώα και αθρώποι δεν ξαναφτιάχνονται. Κι ας γυρίσουν οι Ακριβούλες οι ακαμάτρες όλα τα σοκάκια της πλάσης.

Δεν ξαναφτιάχνονται.

 

Κούλα Κούτσαβλου


Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

Σπυριδούλες, της Νεφέλης Μαϊστράλη

 



Δέντρο είχα στην αυλή μωρ’ τζάνεμ,

κυπαρίσσι στο μπαξέ μου,

κυπαρίσσι στο μπαξέ μου τζάνεμ,

το ποτίζω μαύρο δάκρυ

Το ποτίζω μαύρο δάκρυ τζάνεμ,

το φαρμάκωσα το δέντρο,

το φαρμάκωσα το δέντρο τζάνεμ,

κι έπεσαν τα φύλλα κάτω…[1]

(Δέντρο)

Σαν γεννηθεί παιδί πάει καλά, σαν γεννηθεί από τ’ άλλα όμως, κεραμίδα στο κεφάλι σου τζάνεμ’. Ένα ποτήρι νερό θα σε φέρει το τσουπί, αλλά μέχρι τότε μόνο βάσανα και καημούς να περιμένεις. Κι άντε να το αναθρέψεις, να το ταΐσεις, να το ντύσεις, να το ποδήσεις, να μεγαλώσει μια στάλα. Αμ θέλει και προίκα, ποιος θα το πάρει με το βρακί; Και πού να βρεθεί προίκα; Κι άμα δεν είναι ένα το αδικιορισμένο, αλλά τα ‘χεις με το τσουβάλι, τί θα απογίνουν;

Δεκαετίες του ’50 και του ’60 το άστυ γεμίζει κορίτσια που «υιοθετούνται» από εύπορες οικογένειες. Οι «ψυχοκόρες» μένουν στο σπίτι, «εσωτερικές», «δουλάκια». 7 χρονών, 8, 11, 13, κάνουν όλες τις δουλειές, σιωπηλά, αδιαμαρτύρητα, μπας και στείλουν κάνα φράγκο πίσω στο σπίτι, στο χωριό, στο νησί, στο ρημαγμένο από τη φτώχια τόπο.

«Ανοίγω τα χέρια, γλιστράω απ’ τα κάγκελα, πέφτω στο νερό και με τρώγουν τα ψάρια…»[2]

Δεν υπάρχει διέξοδος. Μήτε επιλογή. Η μοίρα προδιαγεγραμμένη. Και σκοτεινή. Ξύλο, τιμωρίες, σιωπή, σιωπή, σιωπή. Και να φύγεις, να πας πού; Δεν έχει πουθενά να πας. Να σηκωθείς, να σφουγγίσεις τα δάκρυα και να συνεχίσεις.

Το σκηνικό λιτό. Δε χρειάζονται και πολλά. Σχεδόν αόρατο. Σαν τις ψυχές αυτών των κοριτσιών. Χαμηλοτάβανες και αφτιασίδωτες. Γύρω, γύρω οι αλήθειες μουγκές και στη μέση η ιστορία ενός ανθρώπου που έσπασε τις αλυσίδες με τα δόντια. Της Σπυριδούλας.

Καλοκαίρι του 1953. Η Σπυριδούλα, 12 χρονώ, από το Αγρίνιο, από τη Ματαράγκα πάει στην πρωτεύουσα, στο σπίτι των Βεϊζαδέ. Μεγάλη τύχη! Θα την φροντίσουν σαν παιδί τους!

31η Ιουλίου του 1955, βράδυ. Αυτά που έχασε στην Τρούμπα ο Γιώργος Βεϊζαδές τα φόρτωσε στη ράχη της. 36 ώρες μαρτυρίου, εκατοντάδες χρόνια παγκόσμιας σιωπής….  



[1] Πρόκειται για το χορό της Θράκης Δεντρίτσι.

https://www.youtube.com/watch?v=-JemtOyHj50

[2] Από το κείμενο της παράστασης




Πίσω στο σκηνικό. Στη μέση η Σπυριδούλα, τραγωδός και μάρτυρας. Χορός που την περιβάλλει, οι χιλιάδες αόρατες, σιωπηλές Σπυριδούλες, λες και έχουν σημασία τα ονόματα, οι ιστορίες, τα νεαρά κορμάκια, οι νεαρές ψυχές….

Η κάθαρση θα έρθει πυορροώντας, πάνω στο άρμα των ουρλιαχτών. Θα έρθει;

Τα σύγχρονα στοιχεία σκύβουν το κεφάλι. Η στατιστική αμείλικτη, τότε και τώρα. Η αυτοδιάθεση και τα ανθρώπινα δικαιώματα στριμώχνονται σ’ ένα δωματιάκι, δίπλα στο μαγερειό…

«Πάτερ ημών [….] φτύνω τ’ όνομά σου. […] άσε με να περάσω μια μέρα σαν άνθρωπος κανονικός»[1]

Η Νεφέλη Μαϊστράλη υπογράφει για άλλη μια φορά ένα πρωτότυπο έργο, μια σύγχρονη τραγωδία βασισμένη σε ιστορικά και σύγχρονα στοιχεία και ντοκουμέντα, δίνοντας φωνή σε ζωές που περίμεναν αιώνες να ακουστούν, καταλήγοντας σε μια κραυγή αντίστασης που ανυψώνει την ορατότητα ενάντια σε κάθε ταξικό στερεότυπο. Καθαρός, σύγχρονος λόγος, αγκαλιασμένος από την εξαιρετική μουσική επένδυση των Thrax Punks.

Ο Θανάσης Ζερίτης και ο Χάρης Κρεμμύδας στη σκηνοθεσία «στήνουν» το δράμα πριν την παρουσία. Με λιτότητα που αφήνει χώρο στην πολυπλοκότητα της Ιστορίας, με πρόλογο, παρόδους, στάσιμα, γέφυρες και επεισόδια που τιμούν τη δραματουργία.

Η Ελένη Βλάχου, ο Σταύρος Γιαννουλάδης, ο Τάσος Δημητρόπουλος, η Αργυρώ Θεοδωράκη, η Τατιάνα Άννα Πίτα και η Ελένη Τσιμπρικίδου με οικονομία και σύνεση, καθηλωτικοί, συνεπείς, αποφεύγοντας τις μανιέρες και τα συναισθηματικά αποκούμπια αγγίζουν τα ιστορικά τραύματα με γυμνά χέρια.

 

«Τί λόγο έχει ο Θεός σ’ αυτόν τον κόσμο τον δικό μας;

Τυφλός, κουφός και άφαντος»[2]



 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Σκηνοθεσία Θανάσης Ζερίτης, Χάρης Κρεμμύδας

Δραματουργία Νεφέλη Μαϊστράλη

Σκηνικά – Κοστούμια Γεωργία Μπούρδα

Μουσική επιμέλεια – Σύνθεση Θραξ Πανκc

Κίνηση Πάνος Βοηθός σκηνοθετών Ελένη Τσιμπρικίδου

Έρευνα Παναγιώτης Λιαρόπουλος

Φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης

Εκτέλεση παραγωγής Αριστέα Σταφυλαράκη – 4frontal

 

Παίζουν Ελένη Βλάχου, Σταύρος Γιαννουλάδης, Τάσος Δημητρόπουλος, Αργυρώ Θεοδωράκη, Τατιάνα Άννα Πίττα, Ελένη Τσιμπρικίδου

 

Πειραιώς 260 - Χώρος Ε - Ταύρος, Αττική



[1] Από το κείμενο της παράστασης

[2] Από το κείμενο της παράστασης




Κυριακή 2 Ιουλίου 2023

Κούλα Κούτσαβλου - Επικαιρότις

 



Αγαπητό μου πόδι,

Δεν ξέρω, νομίζω θα πάω συμφόρηση. Έτσι μου 'ρχεται να βγω στη βεράντα με το κομπινεζόνι να τυλίξω ντολμαδάκια με το φίκο. Κι εγώ το Μανώλη το φίκο δεν τον ξεμαλλιάζω για ψύλλου πήδημα.

Καταλαβαίνεις τη σύγχυση, μην τα λέω.

Θα απευθυνθώ, όχι, θα απευθυνθώ είπα. Όχι σε σένα ποδαράκι μου, όχι γλυκούλι μου, που, παρεμπιπτόντως πας σφαίρα και προβλέπεις και τον καιρό με ακρίβεια δορυφόρου. Όχι. Και κλείσε αυτάκια γιατί μπορεί να παρεκτραπώ.

Λοιπόν, απευθύνομαι:
(γκουχ γκουχ)

ΚΑΛΕ!!!

Αυτό που κουνάς σημαιάκι τρομάρα σου τί είπε το παιδί που δουλεύει στη γαλέρα της Ρόδου, ότι "δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτού του είδους το σερβίρισμα που του αποφέρει φιλοδώρημα, το οποίο φτάνει ακόμα και τα 200 ευρώ", το χαίρεσαι; Ότι βρήκες επιχείρημα; Που κάτι τέτοια έλεγε και η Νικόλ η ξιπασμένη του δεύτερου που δεν δίνει του αγγέλου της νερό όταν τη ρώτησα γιατί δεν πλήρωσε τα δύο ευρώ για να πάρουμε δώρο στο παιδί που μας ξεβρωμάει στην πολυκατοικία.
Δύο ευρώ! "Πλερώνεται" είπε. "Γιατί να τον πάρω δώρο;"
Για να μη σου βγάλω τα μάτια και σου τα δώκω να τα φας μπας και δεις το φως το εσωτερικό σου, γι' αυτό.
Τέλος πάντων, έτσι συγχύζομαι.

Χρέπια!

(γκουχ γκουχ)

Τί θα πει μπρε κάμπια το παιδί; Στον πλανήτη του ωχαδελφισμού που ζεις, δεν έχεις ξαναδεί ποτέ άθρωπα να το βουλώνει, σωστά; Γιατί εσύ δεν έχεις σκύψει ποτέ το κεφάλι, είσαι αγέρωχο είσαι, του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δε λογαριάζει είσαι, σωστά;

Σκυλολόι!

Αν έχεις ανάγκη, μπρε σερσερή, μπρε αδικιορισμένε, με διακοσάρι φιλοδώρημα και τούμπες κάνεις, όχι στο νερό σερβίρεις. Εδώ, μην κοιτάς αλλού, εδώ την προσοχή σου.
Α ν ά γ κ η.

Κακομοίραρχε που για να αλλάξεις βρακί πρέπει να σε το πει το ινφλουένσε, πώς τους λένε δαύτους...

Και για πες, ένιωσες και σήμερα σπουδαίος; Θα μου πεις, σκατονίκη, αλλά απ' τ' ολότελα, σωστά; Λίγο να μην αφήσω να αλλάξεις λωρίδα, λίγο να οδηγήσω με την κόρνα, λίγο να σου πάρω τη σειρά στο σουπερμάρκετ, λίγο...λίγο....άντε, θα βγει και αυτή η μέρα, σωστά;

Θυμήθηκα τώρα την Ακριβούλα, που αν ήταν μπροστά σου στην ουρά για το αντίδωρο, δεν προλάβαινες ούτε ψίχουλο. Μια σταλιά χεράκια, πώς άνοιγαν έτσι οι φούχτες της και έβγανε το ψωμί μιας βδομάδας, ποτέ δεν κατάλαβα. Τέλος πάντων, συχωρέθηκε και δαύτη, πάνε χρόνια, πού τη θυμήθηκα...

Α ναι! εσύ μου τη θύμησες! Βλαμμένο, ε βλαμμένο! Που βλαμμένο λέγανε και το Νικολάκη της Δήμητρας της Κουφής γιατί δεν έπαιρνε τα γράμματα και έβγανε και κάτι κραυγές κάπου - κάπου. Αλλά ο Νικολάκης δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, όλο με το χαμογελάκι του και δος του να βγάζει νερό για τα αδέσποτα το καλοκαίρι και ψίχουλα για τα πουλάκια το χειμώνα

Και είναι ο Νικολάκης το γιαβρί μου βλαμμένο και είσαι εσύ σπουδαίος που πίνεις φρέντο τρομάρα σου με τον ίδρωτα των παιδιών που δουλεύουν κάτω από τον ήλιο για να ξεδιψάσει η καταπιόνα σου.

Για να μη μιλήσω για τη Μπατρίδα, που αν δεν είχε φρουμάξει το φέισμπουκ και το τουίτερ και πώς τους λένε τούτους τους διαόλους, να 'ναι καλά τα παιδιά, τίποτα δεν αφήνουν να πέσει κάτω, ακόμα θα περίμεναν για ανταύγειες στην κυρά Νίτσα, που όχι που είναι φίλη μου αλλά χρυσό χέρι, και γρήγορη, όχι να περιμένεις ώρες για μία ντεκαπάζ...

"Όλα πάνου ζάχαρη και σκατό από κάτου", έλεγε η γιαγιά μου.
Πάει να πει, άμα δεν το πάρουν χαμπάρι, όλα καλά, πάμε παρακάτω. Άμα το πάρουν, χαμπάρι, ε, τότε κάτι θα κάνουμε.

Που άμα σε πιάσω από το μαλλί, δεν θα σε ξεκολλάνε από τα χέρια μου...

Ντροπή μπρε! Λίγο τσίπα μπρε!

Λίγο τσίπα....

Αν έτσι νιώθεις σπουδαίος και πλούσιος και λουσού, στο σβέρκο του άλλου, σε λυπάμαι. Και ντρέπομαι για σένα να ξέρεις. Κι η Κούλα, έχε υπόψη σου, δε ντρέπεται για τίποτα...

Κούλα Κούτσαβλου




Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

Οι Σκόρπιες Σκέψεις της Εβδομάδας [28.6.2023]

 


https://www.mixcloud.com/χάρις-παρασκευοπούλου/σκορπιες-σκεψεις28623/

Της Υποφαινομένης, αρ. 75

 



Απόπειρα καθ – ορισμού. Σκαρίφημα φράσης. Να αναπλάσω, να ανατάξω, να αναδιαμορφώσω, να ανασκευάσω. Να καταφέρω άλλη μία ατέλεια.

Δεν έχω ελπίδα. Η ελπίδα αλλοιώνει τη φράση και μετά ονειρεύομαι ότι έχω άλλη μία ευκαιρία. Άλλο ένα κατέβασμα του κεφαλιού στο αφεντικό. Άλλη μια κάμψη της σπονδυλικής στον αφέντη.

Η αγάπη δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες. Τις παρακάμπτει. Τις περιφρονεί. Αν μείνω κοντά στο χώμα, μπορεί και να εκτελεστώ τελευταία. Μπορεί να μην αχνίσει η ανάσα μου και προδοθώ.

Μόνη αναπόφευκτη, η επιθυμία. Το μόνο δείγμα ότι υπάρχει μετά. Θηρίο, ουρλιάζει ακατάπαυστα

«Κι άλλο, κι άλλο, λίγο ακόμα, έλα, θέλω, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, θέλω, θέλω, θέλω, έλα, έλα, έλα, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο…»

Την ταΐζω στο στόμα κι αφού χορτάσει, δέχεται να με προστατεύσει λίγο ακόμα από το χαμό.


Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023

Της Υποφαινομένης

 



Στέκομαι πάντα στη μέση του ποιήματος. Δεμένη με σκοινιά, που όλο και σφίγγουν, σφίγγουν, γύρω από τους αστραγάλους και τα γόνατά μου.
Έξω από το ποίημα έχει λάσπες, δεν πρέπει να τις φέρω μέσα στο ποίημα, δεν πρέπει, θα το κάνω χάλια, θα το κάνω σαν τα μούτρα μου.
Έξω από το ποίημα έχει δράκους με φλόγες στο στόμα και πρέπει που δεν υπάκουσα.
Έξω από το ποίημα έχει μια μικρή φλεβίτσα που χτυπάει στο μηνίγγι σου και τότε ξέρω πως θέλεις να ανοίξω τα πόδια μου και να μπεις μέσα μου.
Έξω από το ποίημα γίνεται γιορτή, φωτιές πιο ψηλές και από το ψηλό κτήριο στο τέλος του δρόμου μας. Και μουσικές, δάχτυλα και χείλια λαίμαργα για ήχο.
Εσένα αυτά δε σου αρέσουν, είπες. Ούτε καταλαβαίνεις πως τα πιστεύω, ώρες – ώρες απορείς με την αφέλειά μου, είπες.
Στέκομαι στη μέση του ποιήματος. Καμιά φορά μπορεί να φτάσω μέχρι την άκρη του στίχου, αλλά ποτέ παραπέρα, ακίνητη με κρατά κάθε φορά η επείγουσα ανάγκη κάποιου άλλου ή η επιθυμία μου να σε βρω στο σκοτάδι με τα χέρια απλωμένα, σαν έναν πλανήτη που τον κυνηγούν χιλιάδες τηλεσκόπια για να τον ονομάσουν.
Χάρις Παρασκευοπούλου

Κυριακή 4 Ιουνίου 2023

Της Υποφαινομένης, Αριθμός 69




 

69.

Λοιπόν, ξέρεις τί πεθύμησα; Ένα άγγιγμα παλιακό, από την Πλειστόκαινο ξέρω γω, δειλό κι ανέντιμο. Στον εκατοστό όροφο, λέει και να φυσάει δαιμονισμένα και να παρακαλάω για έναν κεραυνό για να φοβηθώ επιτέλους κάτι. Και να μιλάω για σκιές και φαντάσματα σαν να τα πιστεύω, μπας και αλλάξει κάτι και σταματήσω να πλήττω θανάσιμα.

Είναι αλήθεια, πιο πολύ θρηνώ που βιάζεσαι να μπεις μέσα μου, λες και είμαι εγώ που θα κρύψω την ήττα σου ανάμεσα στα πόδια μου. Με ποιαν λαχταράς να μοιάσω σήμερα; Με τη μανούλα, την κορούλα ή τη γυναίκα σου; Ή μήπως με εκείνη τη δασκάλα στο σχολείο που σε κρατούσε ξύπνιο τις έφηβες νύχτες σου;

Τί να βάλω για να μη φοβάσαι, κάτι κοντό ίσως, να βγάλω λίγο μπουτάκι, λίγο βυζάκι, λίγο κωλαράκι ή, καλύτερα ακόμα, κάτι μακρύ με σκίσιμο, να οργιάζει ο νους, να φαντασιωθείς και να φτιαχτείς και αχ, πώς σε τυραννάω έτσι και τί καριολάκι μπορώ να γίνω άμα θέλω;

Και να σου κάνω και νάζια και ακκίσματα και κραυγούλες κι αναστεναγμούς, πόσο όλα εσύ τα ξέρεις και όλα εσύ τα μπορείς και αχ, μη, μας βλέπει ο κόσμος και, ναι, αχ, πόσο σκληρός είσαι και τί μεγάλη πούτσα, με τρομάζεις, αλλά έλα, αλλά όχι, αλλά ναι….

Ένα άγγιγμα θα έφτανε. Όχι σε μένα ρε, όχι σε μένα.

Στη δυστυχή σκιά σου.

Μαζεύτηκαν σύννεφα. Κουμπώσου και σύρε να κλάψεις.


Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Λαλά


 


Νότες. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις νότες. Έτσι μόνες τους, νότες. Κάνουν οι νότες, έτσι μόνες τους, μουσική; Δηλαδή, η μία κάτω από την άλλη; Δίχως ένα πεντάγραμμο, ένα κλειδί του σολ, κάτι;

Ανοίγει ποτέ μια πόρτα δίχως κλειδί;

Αριστερό χέρι, το χέρι της καρδιάς. Όχι αυτό που σφίγγουμε σε συμφωνία, δεν έχει σχέση η καρδιά με τις συμφωνίες. Να, ας πούμε εγώ συμφώνησα, χρόνια πριν, να παραμένω ψύχραιμη σε τέτοιες καταιγίδες. Ομπρελίτσα και υπόστεγο, δεν είμαστε για τέτοια. Δεν το πρόβλεψα το νεραϊδολούλουδο και ούτε το μαγικό ραβδάκι σου, που επιπλέον βγάζει και χρώματα και, που μπορεί, με λίγο κόπο και να με μετατρέψει σε βάτραχο που, στην τελική είναι και το όνειρό μου. Το κρυφό, όχι αυτό που λέω στον κόσμο σαν με ρωτάει. Στον κόσμο μιλάω για υγεία και παγκόσμια ειρήνη, για οικογενειακή και επαγγελματική ισορροπία και, ίσως, κάποτε, ένα βιβλίο που θα διαβάσουν πολλοί.

Αλλά μέσα μου, πολύ – πολύ κρυφά, το όνειρό μου είναι να γίνω βάτραχος. Μία στο νερό και μία έξω, ούτε μια έγνοια ρε φίλε, όλη η ευτυχία ένα νούφαρο και κάνα έντομο αδέσποτο πού και πού.

Χιλιάδες συζητήσεις, διαπραγματεύσεις, θεωρίες, επιχειρήματα κι όλα σκόνη. Έκανες ένα τσουπ και είπες ότι θα με κάνεις βάτραχο. Στα τρία πρώτα λεπτά της γνωριμίας μας είδες πιο βαθιά από όλους.

Παγωτό χωνάκι, καλά, μιλάμε για δυο μπάλες σοκολάτα, μία φράουλα, μία φιστίκι και μία μάγκο. Και δεν τελειώσαμε ακόμα. Γιατί έχει και τρούφα από πάνω. Και δίπλα μια σοκολάτα. Γάλακτος.

Δεξί χέρι, των συμβολαίων και των χαιρετισμών. Ένδειξη εγκαρδιότητας ή απάθειας, παρουσίας ή έλλειψης πραγματικών καρδιακών παλμών. Δεν είναι χέρι αυτό, δείκτης είναι. Εγώ τουλάχιστον, έτσι καταλαβαίνω αν θέλω δεύτερη κουβέντα μαζί σου ή όχι. Από το πώς θα σφίξουμε το χέρι. Το δεξί. Τον δείκτη ύπαρξης οντότητας.

Εντωμεταξύ, όταν δώσαμε τα χέρια, ένιωσα ότι το χέρι μου χάθηκε στο δικό σου. Αυτό πρέπει να στο μοιραστώ. Πώς γίνεται η χερούκλα μου να χαθεί σε ένα τόσο δα μικρό χεράκι;

Μυστήριο.

Πριν λιώσει το παγωτό και πριν την τελευταία νότα έχουμε πει τα πάντα. Στο ορκίζομαι, τα πάντα. Και τα σφραγίσαμε με τα ονόματά μας. Και μια καρδιά. Κατακόκκινη. Όπως όλες οι πραγματικές καρδιές.

Κι αν έρθουν έτσι τα πράγματα, και εγώ έχω τελικά γίνει βάτραχος κι εσύ μονόκερως, θα με πάρεις στην πλάτη να με πας μια βόλτα στο ουράνιο τόξο.

Πάει;


Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Οι Σκόρπιες Σκέψεις της Εβδομάδας [26.4.23]

 



https://www.mixcloud.com/χάρις-παρασκευοπούλου/σκορπιες-σκεψεις-2642023/

Της Α...


 

Είναι, που λέτε, ας πούμε η Α. Η Α. είναι νονά. Όχι από εκείνες όμως τις καταναγκαστικές νονές, όχι, κανένας δεν την ανάγκασε, ούτε η συγγένεια, ούτε οι οικογενειακές δεσμεύσεις, τίποτα τέτοιο, όχι. Ήθελε πολύ να γίνει νονά. Όχι οποιουδήποτε παιδιού. Εκείνου του παιδιού. Θες η σχέση της με τη μητέρα του παιδιού, θες η συμβολοποίηση που έγινε μέσα της, για την προσωπική της επιθυμία να γίνει μητέρα, πάντως ήθελε πολύ να βαφτίσει εκείνο το παιδί. και το ζήτησε. Ε, καλά, δεν της έγινε και το χατήρι αμέσως, χρειάστηκε σκέψη. Μετά της πρότειναν να μοιραστεί την αναδοχή. "Όχι!", είπε. "Θέλω εγώ να είμαι νονά αυτού του υπέροχου παιδιού". Με τα πολλά, το δέχτηκαν. Σε τίποτα δεν πρόβαλλε αντίρρηση, μήτε απαίτηση, ούτε σε ποια εκκλησία, ούτε στα ρούχα, ούτε σε τίποτα. Όλα να γίνουν ομαλά. Όλα να γίνουν ήρεμα και όλοι να είναι ευχαριστημένοι. Ούτε δώρο, αναμνηστικό της κουμπαριάς. Ούτε καν, θέση στο οικογενειακό τραπέζι. Μετά τη βάπτιση, η οικογένεια γιόρτασε σε στενό κύκλο. Εκείνη δεν ήταν σε αυτόν. Δεν είπε λέξη. Ήταν και η φιλία στη μέση. Μια φιλία, πολύτιμη σα θησαυρός, απέραντη μέσα της. Μετά ήρθαν οι μετακινήσεις. Η οικογένεια έπρεπε να μετακινείται, οι ανάγκες της δουλειάς, σηκώνει αυτό κουβέντα; "όπου είσαι θα έρθω". Για τη μικρή. Και για τη φίλη. Και για την οικογένεια, που μέσα της δεν ξεχώριζε από τη δική της. Την όποια οικογένεια. Η Α. είχε δεν είχε οικογένεια, τι τα θες, συμβαίνει καμιά φορά και κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται έτσι, τυχαία, χωρίς ρίζες, χωρίς κήπο να ανήκουν, χωρίς κηπουρό να τους φροντίζει. Σαν αγριόχορτα γεννιούνται. Η Α. όμως, όπως και όλα τα αγριόχορτα, είχε ανάγκη από ρίζες, είχε ανάγκη από έναν κήπο να ανήκει, είχε ανάγκη από έναν κηπουρό, πότε - πότε να φροντίζει τα φύλλα της. Αλλά δεν υπήρχε. Μόνο, πού και πού η βροχή ερχόταν και την πότιζε, κι έτσι δε μαραινόταν. Αχ αυτής της βροχής, πόσα της χρωστούσε....
"όπου είσαι θα έρθω". Μήτε μια στιγμή δε σκέφτηκε τα χιλιόμετρα, τη βενζίνη, την κούραση, τις ώρες... Και πάντα μπροστά της, εκείνα τα μικρά, τεράστια μάτια αυτού του παιδιού, κάρβουνα αναμμένα από τη λαχτάρα, να την περιμένουν στο δρόμο να φτάσει. Και πάντα η αγκαλιά της φίλης, ζεστή σαν πατρίδα. Σαν την πατρίδα που ποτέ δεν είχε. Οικογένεια. Έτσι την έλεγε. Κι όταν και τα τελευταία αγριόχορτα που της έμοιαζαν ξεράθηκαν και πέθαναν, εκείνη η φίλη ήταν ό,τι ήξερε από γνώριμο χνώτο. Κι από αγκαλιά. Εκείνη και ένα παιδί που ήρθε σα δώρο της βροχής και της ξαναπέταξε φύλλα και ανθάκια. Μωρό όμως ακόμα το παιδί κι εκείνη είχε ανάγκη από αγκαλιά. Όχι να δώσει, αυτό της ήταν εύκολο, να πάρει.
Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια, και το μακρινό παιδί μεγάλωνε κι εκείνη περίμενε, περίμενε να έρθει το Σαββατοκύριακο που θα βόλευε όλους, να έρθει η γιορτάρικη ευκαιρία να πάει να τη δει, να δει το άλλο της παιδί, το πνευματικό, να δει τη φίλη, να δει την οικογένεια. Και τότε ήθελε όλα να είναι τέλεια, από μέρες ετοιμαζόταν, ανυπομονούσε, δεν έβλεπε την ώρα, σαν παιδί. Μα κι εκείνο, το μακρινό παιδί, κι εκείνο να δεις...αγάπη, μια τεράστια αγάπη να απλώνεται από εκείνα τα μικρά χέρια και να την τυλίγει ολάκερη δυο φορές, τρεις, χίλιες φορές, να τη ζεσταίνει, να την απομακρύνει από το φόβο...
Πέρασαν έτσι χρόνια, θα μπορούσε κάποιος κυνικός να πει πώς, δεν ήταν δα και καμιά σχέση σπουδαία, σιγά, πόσες φορές είχαν συναντηθεί με το μακρινό παιδί; λίγες, πολύ λίγες. Μα δεν ήταν έτσι. Γιατί η κάθε φορά διαρκούσε μέσα της μέχρι την επόμενη κι έτσι, δεν περνούσε μέρα που να μην την είχε κοντά, να μην της μιλούσε, να μην την κοίταζε, έτσι όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι που είναι αγριόχορτα στην πραγματικότητα, με το δικό τους τρόπο, λίγο φοβισμένα, λίγο μαζεμένα, μην τύχει και σπάσουν οι κλωστές και μείνουν πάλι μόνοι...
Όμως οι κλωστές αυτές είναι τόσο ευαίσθητες....
Κάποια μέρα βρήκε κάτι στη τσέπη της ψυχής της. Στην αρχή το ψιλάφισε, το φοβήθηκε και το άφησε χωρίς να το κοιτάξει. Όμως αυτό υπήρχε και εκείνη το ήξερε. Μετά, λίγο - λίγο, άνοιγε και το ξαναψιλάφιζε, κάποτε το είδε ολόκληρο. Και όταν το είδε, κατάλαβε. Και όταν κατάλαβε, θέλησε να το μοιραστεί. Με ποιον όμως; Με το που μίλησε γι' αυτό, οι όποιες ρίζες κόπηκαν, τα νερά τραβήχτηκαν και η βροχή για λίγο σταμάτησε κι έπιασε μια ζέστη ασφυκτική, τσιμεντένια ζέστη. Τότε στράφηκε στη μόνη οικογένεια που μπορούσε να θυμηθεί. Μάζεψε όλο της το κουράγιο και μοιράστηκε. Γιατί αυτό είχε ακούσει πως κάνουν οι οικογένειες. Δεν ήξερε, έτσι είχε ακούσει. Είχε δει και κάτι διαφημίσεις στην τηλεόραση που είναι όλοι μαζί χαρούμενοι, αγαπημένοι, να μοιράζονται, πολύ της άρεσε. Κράτησε την εικόνα και θέλησε να είναι κι αυτή μέσα σε μια ανάλογη φωτογραφία. Και πάτησε το κουμπί...
Η εμφάνιση μιας φωτογραφίας, απαιτεί πολλή προσοχή. Χρειάζεται ένα σκοτεινό, υγρό μέρος, κάπως σαν μήτρα, για να μπορέσει να προστατευτεί η εικόνα και να μην καεί, στο πολύ φως και την ακατάλληλη θερμοκρασία. μα εκείνες οι μέρες, όπως είπα και πριν, ήταν πολύ ζεστές και ο ήλιος κάθετος και έτσι η φωτογραφία αυτή ποτέ δεν εμφανίστηκε. Μάταια προσπάθησε ξανά και ξανά. Είχε τελειώσει. Ποτέ δεν θα μπορούσε να χωρέσει σε αυτήν την εικόνα που τόσο είχε λαχταρήσει.
Το μακρινό παιδί έγινε ακόμα πιο μακρινό. Η οικογένεια απεφάνθη. Ήταν ακατάλληλο πρότυπο. Και το παιδί την αγαπούσε τόσο, που πιθανόν να θελήσει να τη μιμηθεί στο μέλλον και αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Άλλωστε, στην ομοφυλοφιλία, γιατί αυτό ήταν το θέμα, είναι ενάντια και η εκκλησία. Και η οικογένεια ήταν πολύ της εκκλησίας. Πολύ πιστοί. Γεμάτοι αγάπη για το Θεό. Τηρούσαν κατά γράμμα τα τυπικά. Πώς θα μπορούσαν να έχουν τόσο κοντά τους έναν άρρωστο άνθρωπο και μάλιστα ως πρότυπο; Έπρεπε να απομακρυνθεί. Και οι κλωστές, εκείνες οι τόσο ευαίσθητες άρχισαν να σπάνε. Και ο ήχος τους, ποτέ, ποτέ δεν θα φύγει αυτός ο ήχος από τη μνήμη....
Της άφησαν ένα τόσο δα παραθυράκι, ποιος ξέρει γιατί... Ένα δώρο, στις γιορτές, μπορεί να το στέλνει. Όχι στο σπίτι. Στο ΚΤΕΛ. Όχι στο σπίτι. Όχι στο σπίτι...Κι εκείνο το ΚΤΕΛ έγινε η γέφυρα με το μακρινό παιδί. Και η διαδρομή που κάποτε έκανε για να το συναντήσει. Και η απαντοχή για τη συνάντηση, έγινε η προετοιμασία του δώρου....
Έρχονταν στ' αυτιά της, μάθαινε κατά καιρούς τι λεγόταν. Και το μακρινό παιδί πονούσε, φοβόταν, ρωτούσε, όπως γίνεται να κάνει ένα παιδί, που ξάφνου είδε ένα αγριόχορτο να φυτρώνει κάπου ανάμεσα στ' ανθάκια του.
"Η νονά είναι άρρωστη"
"Η νονά δε σ' αγαπάει και δε σε σκέφτεται"
"Η νονά δε νοιάζεται για σένα"
"Η νονά σε ξέχασε"
Και το μακρινό παιδί μπερδεύτηκε. Πώς να του καταλογίσεις φταίξιμο; Πώς; Και το αγριόχορτο πάνω του μεγάλωνε, και πρόβαλλε κι ένα δεύτερο κάπου πιο δίπλα....
Το δώρο κι ένα γράμμα. Κάθε φορά. Να δικαιολογήσει τη φίλη. "Η μανούλα αγωνιά και θέλει να είσαι καλά. Κάποια μέρα θα σου εξηγήσω, σου το υπόσχομαι. Μην θυμώνεις στη μανούλα, δεν το κάνει από κακία, σ' αγαπάει πολύ και θέλει να είσαι καλά, σε λατρεύω, η νονά σου"
Επειδή της είχε ζητήσει να μην πει τίποτα στο μακρινό παιδί. Και εκείνη σεβάστηκε την επιθυμία της οικογένειας. Γιατί έτσι κατάλαβε ότι πρέπει να κάνει. Άλλωστε, τι ήξερε εκείνη από οικογένειες... Κι επειδή δεν ήξερε, δεν ήθελε να ρισκάρει την ασφάλεια του μακρινού παιδιού. Εκείνο έπρεπε να έχει οικογένεια, όχι σαν κι εκείνη, έπρεπε να χωράει στη διαφήμιση, να είναι έτσι φωτεινό και λαμπερό και χαρούμενο. Έτσι ήθελε για εκείνο....
Μια μέρα ήρθε η σιωπή και γύρισε τη σελίδα του ημερολογίου. Ήταν οι μέρες για το δώρο, οι μέρες για μια στιγμούλα που θα ξανάνοιγε ο χρόνος ανάμεσα σε εκείνη και το μακρινό παιδί. Έστειλε μήνυμα. Καμία απάντηση. Ξανά. Ξανά. Ξανά. Καμία απάντηση. Καμία απάντηση. Και μόνο η σιωπή, αμίλητη, να γυρίζει τις σελίδες του ημερολογίου...
Ξέρεις, τα αγριόχορτα δεν έχουν τύχη σε αυτόν τον κόσμο. Και μαζί, έχουν όλη την τύχη της γης και του ουρανού. Γιατί ο ουρανός τα φροντίζει, αλλά και τα ταξιδεύει. Και η γη τα αγκαλιάζει, μέχρι να μεγαλώσουν. Κι έπειτα τα στεριώνει και δεν αφήνει του χρόνου να γίνουν βορά. Κι ο άνεμος, αυτός ο αλήτης, τις νύχτες σιγοσφυρίζει στα όνειρα των μακρινών παιδιών, πώς κάπως, κανείς δεν ξέρει πώς, μα, σπόρο το σπόρο, τα αγριόχορτα αργούν, μα πάντα φτάνουν στον προορισμό τους....σπόρο το σπόρο....
Χάρις Παρασκευοπούλου
photo by xaris p.

Οι Σκόρπιες Σκέψεις της εβδομάδας [6.12.2023]

  https://www.mixcloud.com/χάρις-παρασκευοπούλου/σκορπιες-σκεψεις-61223/