Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

ΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΦΑΒΕΛΕΣ

Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν…
Διονύσιος Σολωμός
Στη Χάριν Παρασκευοπούλου
Ούριος άνεμος η εργάτρια γραφή
συλλογικό ασυνείδητο χειροπιαστό
που μ’ έφερε καταμεσής του στερεώματος
ο κρατήρας ολόγιομος
Τρείς πέτρες των γιγάντων
την πύλη ορίζουν
για το ταξίδι στ’ αστέρια
κι ο φύλακας του κατωφλίου
με την μαγκούρα στο προσκεφάλι μου
Ύστερα πάλι εδώ
να θέτω σε κίνηση με την σκέψη
το νόμο της έλξης
πίνοντας αρμπαρόριζα κι αγιόκλημα
Ονειρεύομαι ότι θα ονειρευτώ
ένα ποίημα τόσο πυκνό
που οι φλόγες του Αμαζονίου
θα πυρπολήσουν αυτούς που ζουν
έξω απ’ το δίχτυ
Η εγρήγορση ακαριαία
γραφή να ζυμώσω
για τις φαβέλες που εξορίσαμε στα σπλάχνα μας
να μετουσιώσω την άγνοια
σε επίγνωση του αοράτου

Νικόλαος Ιωάννου Μουρίκης

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

Ημέρα 2

 

Ημέρα 2

 

Αγαπητό μου πόδι,

Ξεκινώ το ημερολόγιό μου από τη δεύτερη ημέρα, σε προδοσία όλων των ημερολογίων του κόσμου, όμως χτες ήμανε να με κλαίνε οι ρέγγες και οτιδήποτε άλλο που είναι σε φάση να κλάψει, εδώ που τα λέμε.


Εγώ από χτες είμαι σε φάση να κλάψω σε 24ωρη βάση.

Η αλήθεια είναι ότι μέχρι και χτες το μεσημέρι δεν σε είχα και πολύ στο νου μου. Δηλαδή, ξέρεις, εντάξει, να σε περιποιηθώ, κάτι μια ξούρα, κάτι ένα πεντικιούρι, τέτοια. Θέλω να πω, σε είχα πάνω – κάτω δεδομένο. Πόδι είναι, μια στράτα – στρατούλα κάνει, δεν ελέγχει και τη σχάση του πυρηνικού ατόμου, τέτοια.

Βεβαίως, αυτό, από χτες το μεσημέρι άλλαξε. Κι όταν λέμε άλλαξε, εννοούμε ότι ο Μανωλιός έγινε super star και παίζει και σε σαπουνόπερες με 23.546 επεισόδια.

Λίγο το κραααααααααατς που άκουσα πέφτοντας, λίγο το «δεν περπατάω μάνα μου, δεν πα’ να λες εσύ ότι εντάξει, θα την παλέψω, με τα πόδια θα γυρίσω σπίτι, δεν έχει γυμναστήρι σήμερις». Και ναι, πήρα ταξί. Για τρία τετράγωνα. Που φάνηκαν σαν τον υπερμαραθώνιο. Να, κάτι ζήλιες ο Φειδιππίδης, νααα κάτι μουτράκλες ο Σπύρος, ο Λούης ντε, το πήραμε το χρυσό ποδαράκι μου! Ο Σπύρος το ‘κανε σε 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα, εμένα μου πήρε κάτι λιγότερο, τον έφαγα  τον ολυμπιονίκη. Θα με πεις, αυτός έκανε Μαραθώνα – Καλλιμάρμαρο, εσύ Ιπποκράτους – Ασκληπιού. Ναι, αλλά αυτός είχε σπασμένο πόδι; Όοοοχι, φέρε το χρυσό τώρα μη γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες!

Αυτά προς ώρας, σε αφήνω να πάω τουαλέτα. Θα με πεις, αφού δεν έχεις κάτι να κάνεις εκεί, θα σε απαντήσω, μέχρι να φτάσω, όλο και κάτι θα μου ‘ρθει….

Φιλί

Κούλα Κούτσαβλου

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Της Υποφαινομένης

 


1.

 

 

Στ’ αχαρτογράφητα τραβώ. Κουπί το χέρι. Πανί η καρδιά. Μπροστά ανατέλλει ένα σκοτάδι που μιλά σε μια γλώσσα άγνωστη, ξένη. Στο πέρασμα του χρόνου στέκεσαι, το ξέρω. Ακολουθώ το αίμα σου κι έτσι καλύτερα σε μαθαίνω. Σε προδίδει η ανάσα της νύχτας που σε κόβει στα δύο κι ανθίζει η άσφαλτος. Μυρίζεις χώμα μετά τη βροχή, λυγμούς μυρίζεις.

Σου χρωστώ μια λευκή σελίδα. Χωρίς καν γραμμές, δρόμους να σχεδιάσεις με ένα βότσαλο, ένα σύννεφο, μια σκέψη. Καραβάκι χάρτινο δίχως όνομα στις ποταμίσιες χαρακιές των δακρύων σου, στις θάλασσες που ανασαίνουν ανάμεσα στα πόδια σου, στις βάθρες της ματιάς σου που φεγγάρια γεμίζει.

Ψέμμα το σώμα, η απόσταση, το φιλί. Σπάσε ένα κλαδί στο βήμα σου να δω πως υπάρχεις. Οι άνθρωποι αναζητούν σκιά και ο ουρανός σε πείσμα τους ετοιμάζει βροχή. Μην αργήσεις. Σε περιμένω από πάντα και φοβάμαι μήπως μαραθεί η ρίγανη στα χέρια μου.

Τα (μετα)τραυματικά 1

 


Προσθήκη λεζάντας



Καραντινιασμένο 2

Αγαπητό μου πόδι,

 

Εσύ το ξέρεις καλύτερα, εγώ σκύλο δεν έχω. Σκύλο δεν έχω, αλλά έχω πόδι με ανάγκες. Πόδι που, εδώ που τα λέμε, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και σκύλος. Ναι, εσένα λέω.

Γιατί θέλεις βόλτα. Ναι, μάλιστα. Εδώ είναι και το προσόν σου έναντι του σκύλου γιατί, λατρεμένα τα σκυλάκια, δε λέγω, αλλά με τη χάρη σου, ούτε τσισάκια, ούτε κακάκια, ούτε σακουλάκια, ούτε – το κυριότερο – αυτό το μάτι που πας βόλτα χώρια του και γυρνάς σπίτι και σε κοιτάζει σαν το λεχρίτη τον άκαρδο εσένα που το απαράτηξες μόνο του και δεν έβρισκες το δρόμο να γυρίσεις.

Γιατί, πολύ απλά, το πόδι παιδάκι μου έρχεται παντού μαζί σου. Για την ακρίβεια, εσύ πας παντού μαζί του καθώς, όπως θα επιβεβαιώσουν όλα τα σπασμενόποδα, πρώην και νυν, χώρια του, τα σούρτα – φέρτα περιοριζονται σημαντικά.

Είμαι το λοιπόν και βγάζω βόλτα το πόδι, στράτα – στρατούλα γιατί όσο να πεις έναν φόβο τον πήρα και δεν είναι ότι άλλαξε κάτι στα πεζοδρόμια, χάλια ήταν, χάλια είναι.

Και μου ‘ρχεται η μπάτσα μες στο δόντι! Συμβολικά, για ποια με πέρασες; Καλέ, τι σουξέ είναι αυτό στην Ασκληπιού που μέχρι προχτές μετά τις έντεκα το βράδυ περνούσε άθρωπας ένας κάθε μισή ώρα;

Μιλάμε για κόσμο, όχι αστεία! Η ώρα δωδεκάμιση – και μη μου πεις τι δουλειά έχω τέτοια ώρα έξω, αφού τώρα δεν περνούν όλα τα αυτοκίνητα της επαρχίας, Αττικής και περιχώρων και μπορώ να περπατάω στο δρόμο αφού φοβάμαι λέμε να περπατάω στο πεζοδρόμι – και στο δρόμο η γιορτή της μπυροσακούλας και για μάσκες κι αποστάσεις ούτε λόγος!

Και εγώ μ’ αυτό δεν είμαι καλά.

 

Δεν είμαι καλά μπρε χαρτογιακάδες, πολιτικάντηδες της συμφοράς, υποκριτές, που νομίζετε θα τα πείτε στο χαζοκούτι και θα χαρούμε όλοι που έχουμε να μας φροντίζουν. Μπρε ουστ από δω, γελέκια ξεφάρδωτα!

Κλείσατε, λέει, τα μαγαζιά στις δώδεκα για να μας προστατέψετε από τη διασπορά του ιού. Μπρε σε ποιον τα πουλάτε αυτά που γελάνε και οι σχάρες από τα φρεάτια; Τα λέτε μεταξύ σας και χαίρεστε και τα πιστεύουν και κάτι κακομοίρηδες και χαίρονται κι αυτοί που δεν είμαστε μόνοι κι απροστάτευτοι.

Θέλω να πω και δεν με φτάνουν τα επίθετα, ρεζίλια της κοινωνίας, χαραμοφάηδες.

Τουλάχιστον στα μαγαζιά μπρε ξέφτια, κάθονταν δυο – δυο, τέσσερα – τέσσερα τα παιδιά, να πιουν τη μπυρίτσα τους, το κρασάκι τους, να τα πούνε, να χαβαλεδιάσουν, να πάνε κάτω τα φαρμάκια, να βγάλουν και τα γκαρσόνια κάνα ψιλό που δεν έχουν μαντήλι να κλάψουν, αληταριά του κερατά που θαρρείτε πως θα μας κοροϊδέψετε, επειδή μας εξευτελίζετε με το έτσι θέλω κι εμείς καθόμαστε και κοιτάμε.

Τώρα μαζεύονται από όλα τα μαγαζιά, πενήντα, εκατό, διακόσια άτομα, μην πω και παραπάνω, παίρνουν τις μπύρες στη σακούλα και αράζουν ο ένας δίπλα στον άλλο. Και ξαναλέω, ούτε μάσκα, ούτε τίποτα. Και κολλητά, η χαρά της ψείρας.

Τι μέτρο είναι δαύτο μπρε άχρηστοι;

Και από την άλλη, γιατί έχει κι άλλη. Γιατί αν δεν ήταν ντουμπλφας, δεν θα ήταν τόσο σοβαρό.

Αυτοί είναι ξόμπλια, δεν είναι καινούριο, λεχρίτες, να τινάζεις το γιακά σου.

Εσύ πουλάκι μου, που δεν είσαι τέτοιο κατακάθι, που διψάς για ζωή και για νιάτα, που όλος ο κόσμος κρύβεται στη χούφτα σου, τι δεν καταλαβαίνεις γιαβρί μου;

Δεν το πιάνεις πως το παιχνίδι αυτών των άτιμων παίζεις καμάρι μου, πιόνι είσαι, καραγκιοζάκι στον μπερντέ τους, γλυκό μου.

Γιατί εσύ θα σηκώσεις το ανάθεμα για τη διασπορά κι όχι τα απατεωνίστικα και επικίνδυνα επιτελεία τους. Γιατί, για άλλη μια φορά, εσύ θα φταις που θα μας κλείσουν μέσα. Γιατί, πάλι εσύ θα είσαι ο αλήτης που δε συμμορφώνεται και μας χαλάει τη σούπα. Γιατί, πάλι τα Εξάρχεια θα είναι το άντρο της ανομίας που θα μολύνει την πάναγνη κοινωνία μας. Και κείνοι εκεί, θα τρίβουν τα χέρια τους που καλύφτηκαν και πάλι οι βρωμιές και η ανικανότητά τους και θα βγαίνουν στο γυαλί καμαρωτοί για το χάλι τους.

Όχι, παιδί μου, όχι. Ό,τι αγαπάμε το προστατεύουμε, το φυλάμε, δεν το εκθέτουμε.

Στο ταρατσάκι να μαζευτείτε, τζιέρι μου. Μεταξύ σας κι όχι με άλλους διακόσιους. Και με τις μπυρίτσες σας και με τη μουσική σας και με τα γέλια σας τα γάργαρα. Στο πάρκο. Στην παραλία. Στην πλατεία. Με αποστάσεις και με προσοχή. Να τους βουλώσετε τα στόματα, όχι να τους μεγαλώνετε τη γλώσσα και την αναίδεια που τους είναι τόσο εύκολη. Και εμείς οι πάνω από το μέσο όρο, να κάνουμε υπομονή και να θυμόμαστε πως, κι εμείς, στην ηλικία σας, τα ίδια κάναμε.

Και μετά, σαν γυρνάτε σπίτι σας, να είστε γερά, πρώτα εσείς κι έπειτα κι οι γύρω σας.

Έτσι νικιέται το άτιμο, καρδιά μου. Έτσι γίνονται οι αλλαγές κι οι επαναστάσεις, όχι με τη βόλεψη, αλλά με το νου ξύπνιο κι έτοιμο.

Δεν κάνεις επανάσταση όταν δε στέκεσαι μια στάλα ν’ αφουγκραστείς.

Απλά, ταΐζεις το θηρίο στο στόμα με τις σάρκες σου…

 

Κούλα Κούτσαβλου


Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ

  Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά. Αδύνατον! Και υπάρχει, λέει,   ...