Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Λαλά


 


Νότες. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις νότες. Έτσι μόνες τους, νότες. Κάνουν οι νότες, έτσι μόνες τους, μουσική; Δηλαδή, η μία κάτω από την άλλη; Δίχως ένα πεντάγραμμο, ένα κλειδί του σολ, κάτι;

Ανοίγει ποτέ μια πόρτα δίχως κλειδί;

Αριστερό χέρι, το χέρι της καρδιάς. Όχι αυτό που σφίγγουμε σε συμφωνία, δεν έχει σχέση η καρδιά με τις συμφωνίες. Να, ας πούμε εγώ συμφώνησα, χρόνια πριν, να παραμένω ψύχραιμη σε τέτοιες καταιγίδες. Ομπρελίτσα και υπόστεγο, δεν είμαστε για τέτοια. Δεν το πρόβλεψα το νεραϊδολούλουδο και ούτε το μαγικό ραβδάκι σου, που επιπλέον βγάζει και χρώματα και, που μπορεί, με λίγο κόπο και να με μετατρέψει σε βάτραχο που, στην τελική είναι και το όνειρό μου. Το κρυφό, όχι αυτό που λέω στον κόσμο σαν με ρωτάει. Στον κόσμο μιλάω για υγεία και παγκόσμια ειρήνη, για οικογενειακή και επαγγελματική ισορροπία και, ίσως, κάποτε, ένα βιβλίο που θα διαβάσουν πολλοί.

Αλλά μέσα μου, πολύ – πολύ κρυφά, το όνειρό μου είναι να γίνω βάτραχος. Μία στο νερό και μία έξω, ούτε μια έγνοια ρε φίλε, όλη η ευτυχία ένα νούφαρο και κάνα έντομο αδέσποτο πού και πού.

Χιλιάδες συζητήσεις, διαπραγματεύσεις, θεωρίες, επιχειρήματα κι όλα σκόνη. Έκανες ένα τσουπ και είπες ότι θα με κάνεις βάτραχο. Στα τρία πρώτα λεπτά της γνωριμίας μας είδες πιο βαθιά από όλους.

Παγωτό χωνάκι, καλά, μιλάμε για δυο μπάλες σοκολάτα, μία φράουλα, μία φιστίκι και μία μάγκο. Και δεν τελειώσαμε ακόμα. Γιατί έχει και τρούφα από πάνω. Και δίπλα μια σοκολάτα. Γάλακτος.

Δεξί χέρι, των συμβολαίων και των χαιρετισμών. Ένδειξη εγκαρδιότητας ή απάθειας, παρουσίας ή έλλειψης πραγματικών καρδιακών παλμών. Δεν είναι χέρι αυτό, δείκτης είναι. Εγώ τουλάχιστον, έτσι καταλαβαίνω αν θέλω δεύτερη κουβέντα μαζί σου ή όχι. Από το πώς θα σφίξουμε το χέρι. Το δεξί. Τον δείκτη ύπαρξης οντότητας.

Εντωμεταξύ, όταν δώσαμε τα χέρια, ένιωσα ότι το χέρι μου χάθηκε στο δικό σου. Αυτό πρέπει να στο μοιραστώ. Πώς γίνεται η χερούκλα μου να χαθεί σε ένα τόσο δα μικρό χεράκι;

Μυστήριο.

Πριν λιώσει το παγωτό και πριν την τελευταία νότα έχουμε πει τα πάντα. Στο ορκίζομαι, τα πάντα. Και τα σφραγίσαμε με τα ονόματά μας. Και μια καρδιά. Κατακόκκινη. Όπως όλες οι πραγματικές καρδιές.

Κι αν έρθουν έτσι τα πράγματα, και εγώ έχω τελικά γίνει βάτραχος κι εσύ μονόκερως, θα με πάρεις στην πλάτη να με πας μια βόλτα στο ουράνιο τόξο.

Πάει;


Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Οι Σκόρπιες Σκέψεις της Εβδομάδας [26.4.23]

 



https://www.mixcloud.com/χάρις-παρασκευοπούλου/σκορπιες-σκεψεις-2642023/

Της Α...


 

Είναι, που λέτε, ας πούμε η Α. Η Α. είναι νονά. Όχι από εκείνες όμως τις καταναγκαστικές νονές, όχι, κανένας δεν την ανάγκασε, ούτε η συγγένεια, ούτε οι οικογενειακές δεσμεύσεις, τίποτα τέτοιο, όχι. Ήθελε πολύ να γίνει νονά. Όχι οποιουδήποτε παιδιού. Εκείνου του παιδιού. Θες η σχέση της με τη μητέρα του παιδιού, θες η συμβολοποίηση που έγινε μέσα της, για την προσωπική της επιθυμία να γίνει μητέρα, πάντως ήθελε πολύ να βαφτίσει εκείνο το παιδί. και το ζήτησε. Ε, καλά, δεν της έγινε και το χατήρι αμέσως, χρειάστηκε σκέψη. Μετά της πρότειναν να μοιραστεί την αναδοχή. "Όχι!", είπε. "Θέλω εγώ να είμαι νονά αυτού του υπέροχου παιδιού". Με τα πολλά, το δέχτηκαν. Σε τίποτα δεν πρόβαλλε αντίρρηση, μήτε απαίτηση, ούτε σε ποια εκκλησία, ούτε στα ρούχα, ούτε σε τίποτα. Όλα να γίνουν ομαλά. Όλα να γίνουν ήρεμα και όλοι να είναι ευχαριστημένοι. Ούτε δώρο, αναμνηστικό της κουμπαριάς. Ούτε καν, θέση στο οικογενειακό τραπέζι. Μετά τη βάπτιση, η οικογένεια γιόρτασε σε στενό κύκλο. Εκείνη δεν ήταν σε αυτόν. Δεν είπε λέξη. Ήταν και η φιλία στη μέση. Μια φιλία, πολύτιμη σα θησαυρός, απέραντη μέσα της. Μετά ήρθαν οι μετακινήσεις. Η οικογένεια έπρεπε να μετακινείται, οι ανάγκες της δουλειάς, σηκώνει αυτό κουβέντα; "όπου είσαι θα έρθω". Για τη μικρή. Και για τη φίλη. Και για την οικογένεια, που μέσα της δεν ξεχώριζε από τη δική της. Την όποια οικογένεια. Η Α. είχε δεν είχε οικογένεια, τι τα θες, συμβαίνει καμιά φορά και κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται έτσι, τυχαία, χωρίς ρίζες, χωρίς κήπο να ανήκουν, χωρίς κηπουρό να τους φροντίζει. Σαν αγριόχορτα γεννιούνται. Η Α. όμως, όπως και όλα τα αγριόχορτα, είχε ανάγκη από ρίζες, είχε ανάγκη από έναν κήπο να ανήκει, είχε ανάγκη από έναν κηπουρό, πότε - πότε να φροντίζει τα φύλλα της. Αλλά δεν υπήρχε. Μόνο, πού και πού η βροχή ερχόταν και την πότιζε, κι έτσι δε μαραινόταν. Αχ αυτής της βροχής, πόσα της χρωστούσε....
"όπου είσαι θα έρθω". Μήτε μια στιγμή δε σκέφτηκε τα χιλιόμετρα, τη βενζίνη, την κούραση, τις ώρες... Και πάντα μπροστά της, εκείνα τα μικρά, τεράστια μάτια αυτού του παιδιού, κάρβουνα αναμμένα από τη λαχτάρα, να την περιμένουν στο δρόμο να φτάσει. Και πάντα η αγκαλιά της φίλης, ζεστή σαν πατρίδα. Σαν την πατρίδα που ποτέ δεν είχε. Οικογένεια. Έτσι την έλεγε. Κι όταν και τα τελευταία αγριόχορτα που της έμοιαζαν ξεράθηκαν και πέθαναν, εκείνη η φίλη ήταν ό,τι ήξερε από γνώριμο χνώτο. Κι από αγκαλιά. Εκείνη και ένα παιδί που ήρθε σα δώρο της βροχής και της ξαναπέταξε φύλλα και ανθάκια. Μωρό όμως ακόμα το παιδί κι εκείνη είχε ανάγκη από αγκαλιά. Όχι να δώσει, αυτό της ήταν εύκολο, να πάρει.
Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια, και το μακρινό παιδί μεγάλωνε κι εκείνη περίμενε, περίμενε να έρθει το Σαββατοκύριακο που θα βόλευε όλους, να έρθει η γιορτάρικη ευκαιρία να πάει να τη δει, να δει το άλλο της παιδί, το πνευματικό, να δει τη φίλη, να δει την οικογένεια. Και τότε ήθελε όλα να είναι τέλεια, από μέρες ετοιμαζόταν, ανυπομονούσε, δεν έβλεπε την ώρα, σαν παιδί. Μα κι εκείνο, το μακρινό παιδί, κι εκείνο να δεις...αγάπη, μια τεράστια αγάπη να απλώνεται από εκείνα τα μικρά χέρια και να την τυλίγει ολάκερη δυο φορές, τρεις, χίλιες φορές, να τη ζεσταίνει, να την απομακρύνει από το φόβο...
Πέρασαν έτσι χρόνια, θα μπορούσε κάποιος κυνικός να πει πώς, δεν ήταν δα και καμιά σχέση σπουδαία, σιγά, πόσες φορές είχαν συναντηθεί με το μακρινό παιδί; λίγες, πολύ λίγες. Μα δεν ήταν έτσι. Γιατί η κάθε φορά διαρκούσε μέσα της μέχρι την επόμενη κι έτσι, δεν περνούσε μέρα που να μην την είχε κοντά, να μην της μιλούσε, να μην την κοίταζε, έτσι όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι που είναι αγριόχορτα στην πραγματικότητα, με το δικό τους τρόπο, λίγο φοβισμένα, λίγο μαζεμένα, μην τύχει και σπάσουν οι κλωστές και μείνουν πάλι μόνοι...
Όμως οι κλωστές αυτές είναι τόσο ευαίσθητες....
Κάποια μέρα βρήκε κάτι στη τσέπη της ψυχής της. Στην αρχή το ψιλάφισε, το φοβήθηκε και το άφησε χωρίς να το κοιτάξει. Όμως αυτό υπήρχε και εκείνη το ήξερε. Μετά, λίγο - λίγο, άνοιγε και το ξαναψιλάφιζε, κάποτε το είδε ολόκληρο. Και όταν το είδε, κατάλαβε. Και όταν κατάλαβε, θέλησε να το μοιραστεί. Με ποιον όμως; Με το που μίλησε γι' αυτό, οι όποιες ρίζες κόπηκαν, τα νερά τραβήχτηκαν και η βροχή για λίγο σταμάτησε κι έπιασε μια ζέστη ασφυκτική, τσιμεντένια ζέστη. Τότε στράφηκε στη μόνη οικογένεια που μπορούσε να θυμηθεί. Μάζεψε όλο της το κουράγιο και μοιράστηκε. Γιατί αυτό είχε ακούσει πως κάνουν οι οικογένειες. Δεν ήξερε, έτσι είχε ακούσει. Είχε δει και κάτι διαφημίσεις στην τηλεόραση που είναι όλοι μαζί χαρούμενοι, αγαπημένοι, να μοιράζονται, πολύ της άρεσε. Κράτησε την εικόνα και θέλησε να είναι κι αυτή μέσα σε μια ανάλογη φωτογραφία. Και πάτησε το κουμπί...
Η εμφάνιση μιας φωτογραφίας, απαιτεί πολλή προσοχή. Χρειάζεται ένα σκοτεινό, υγρό μέρος, κάπως σαν μήτρα, για να μπορέσει να προστατευτεί η εικόνα και να μην καεί, στο πολύ φως και την ακατάλληλη θερμοκρασία. μα εκείνες οι μέρες, όπως είπα και πριν, ήταν πολύ ζεστές και ο ήλιος κάθετος και έτσι η φωτογραφία αυτή ποτέ δεν εμφανίστηκε. Μάταια προσπάθησε ξανά και ξανά. Είχε τελειώσει. Ποτέ δεν θα μπορούσε να χωρέσει σε αυτήν την εικόνα που τόσο είχε λαχταρήσει.
Το μακρινό παιδί έγινε ακόμα πιο μακρινό. Η οικογένεια απεφάνθη. Ήταν ακατάλληλο πρότυπο. Και το παιδί την αγαπούσε τόσο, που πιθανόν να θελήσει να τη μιμηθεί στο μέλλον και αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Άλλωστε, στην ομοφυλοφιλία, γιατί αυτό ήταν το θέμα, είναι ενάντια και η εκκλησία. Και η οικογένεια ήταν πολύ της εκκλησίας. Πολύ πιστοί. Γεμάτοι αγάπη για το Θεό. Τηρούσαν κατά γράμμα τα τυπικά. Πώς θα μπορούσαν να έχουν τόσο κοντά τους έναν άρρωστο άνθρωπο και μάλιστα ως πρότυπο; Έπρεπε να απομακρυνθεί. Και οι κλωστές, εκείνες οι τόσο ευαίσθητες άρχισαν να σπάνε. Και ο ήχος τους, ποτέ, ποτέ δεν θα φύγει αυτός ο ήχος από τη μνήμη....
Της άφησαν ένα τόσο δα παραθυράκι, ποιος ξέρει γιατί... Ένα δώρο, στις γιορτές, μπορεί να το στέλνει. Όχι στο σπίτι. Στο ΚΤΕΛ. Όχι στο σπίτι. Όχι στο σπίτι...Κι εκείνο το ΚΤΕΛ έγινε η γέφυρα με το μακρινό παιδί. Και η διαδρομή που κάποτε έκανε για να το συναντήσει. Και η απαντοχή για τη συνάντηση, έγινε η προετοιμασία του δώρου....
Έρχονταν στ' αυτιά της, μάθαινε κατά καιρούς τι λεγόταν. Και το μακρινό παιδί πονούσε, φοβόταν, ρωτούσε, όπως γίνεται να κάνει ένα παιδί, που ξάφνου είδε ένα αγριόχορτο να φυτρώνει κάπου ανάμεσα στ' ανθάκια του.
"Η νονά είναι άρρωστη"
"Η νονά δε σ' αγαπάει και δε σε σκέφτεται"
"Η νονά δε νοιάζεται για σένα"
"Η νονά σε ξέχασε"
Και το μακρινό παιδί μπερδεύτηκε. Πώς να του καταλογίσεις φταίξιμο; Πώς; Και το αγριόχορτο πάνω του μεγάλωνε, και πρόβαλλε κι ένα δεύτερο κάπου πιο δίπλα....
Το δώρο κι ένα γράμμα. Κάθε φορά. Να δικαιολογήσει τη φίλη. "Η μανούλα αγωνιά και θέλει να είσαι καλά. Κάποια μέρα θα σου εξηγήσω, σου το υπόσχομαι. Μην θυμώνεις στη μανούλα, δεν το κάνει από κακία, σ' αγαπάει πολύ και θέλει να είσαι καλά, σε λατρεύω, η νονά σου"
Επειδή της είχε ζητήσει να μην πει τίποτα στο μακρινό παιδί. Και εκείνη σεβάστηκε την επιθυμία της οικογένειας. Γιατί έτσι κατάλαβε ότι πρέπει να κάνει. Άλλωστε, τι ήξερε εκείνη από οικογένειες... Κι επειδή δεν ήξερε, δεν ήθελε να ρισκάρει την ασφάλεια του μακρινού παιδιού. Εκείνο έπρεπε να έχει οικογένεια, όχι σαν κι εκείνη, έπρεπε να χωράει στη διαφήμιση, να είναι έτσι φωτεινό και λαμπερό και χαρούμενο. Έτσι ήθελε για εκείνο....
Μια μέρα ήρθε η σιωπή και γύρισε τη σελίδα του ημερολογίου. Ήταν οι μέρες για το δώρο, οι μέρες για μια στιγμούλα που θα ξανάνοιγε ο χρόνος ανάμεσα σε εκείνη και το μακρινό παιδί. Έστειλε μήνυμα. Καμία απάντηση. Ξανά. Ξανά. Ξανά. Καμία απάντηση. Καμία απάντηση. Και μόνο η σιωπή, αμίλητη, να γυρίζει τις σελίδες του ημερολογίου...
Ξέρεις, τα αγριόχορτα δεν έχουν τύχη σε αυτόν τον κόσμο. Και μαζί, έχουν όλη την τύχη της γης και του ουρανού. Γιατί ο ουρανός τα φροντίζει, αλλά και τα ταξιδεύει. Και η γη τα αγκαλιάζει, μέχρι να μεγαλώσουν. Κι έπειτα τα στεριώνει και δεν αφήνει του χρόνου να γίνουν βορά. Κι ο άνεμος, αυτός ο αλήτης, τις νύχτες σιγοσφυρίζει στα όνειρα των μακρινών παιδιών, πώς κάπως, κανείς δεν ξέρει πώς, μα, σπόρο το σπόρο, τα αγριόχορτα αργούν, μα πάντα φτάνουν στον προορισμό τους....σπόρο το σπόρο....
Χάρις Παρασκευοπούλου
photo by xaris p.

Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ

  Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά. Αδύνατον! Και υπάρχει, λέει,   ...