Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Λέξεις...


 


Μέσα σε ζωές περπατώ

- έτσι ανυπόδητα εκτεθειμένη -

διαλέγω μία, έτσι τυχαία να σου τη δώσω,

έτσι τυχαία στα χέρια σου να γλιστρήσει,

έτσι τυχαία.

Τα μάτια κλείσε κι άσε αυτόν τον ουρανό

-δες! Χρυσός είναι ή μήπως φωτιά;-

μέσα σου ν’ ανθίσει.

Μικρός ο κόσμος

- μια στάλα σύννεφο -

κι εσύ να μη χωράς την ανάσα σου να στρώσεις

λευκό σεντόνι

σε κρεββάτι πρωινό.

Έλα μόνη

έτσι όπως έρχονται δυο φτερούγες,

αμίλητες,

έλα,

Να γεμίσει και πάλι δροσιά η λέξη μου...


Χάρις Παρασκευοπούλου

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Τα καραντινιασμένα 2


 


Αγαπητό μου πόδι,

Τα ‘λεγα, δεν τα ‘λεγα; Αχ, πότε θα πεθάνω μόνο δεν ξέρω….

Εγώ το είχα δει το έργο από το καλοκαίρι, να σε χαρώ. Πολύ ξάνοιγμα, πολύ «δεν κολλάει με τη ζέστα», τί είναι μαρή να μην κολλάει με τη ζέστα, πού βρες μου εσύ κάτι να μην κολλάει με τη ζέστα να σε παραδεχτώ.

Και μέσα στη χαρά όλοι και νάσου η δικιά σου – εγώ είμαι αυτή – να τσακώνεται στην ουρά στο σούπερ, «πάτε λίιιιγο πιο πίσω παρακαλώ;». Και να με κοιτάνε κιόλας σα χαλασμένη σαρδέλα, που χειρότερο από τη χαλασμένη σαρδέλα δεν έχεις, εμπιστέψου με.

Ε, δεν πρόλαβα να περάσω δυο νερά το μαγιώ και την πετσέτα, νάτα πάλι τα παλικάρια στο τελεβίζιο να με λένε να μαζευτώ από τους δρόμους γιατί κυκλοφορεί και το χτικιό.

Αυτό που βλέπεις τη φιλενάδα κι αντί να φιληθείτε σταυρωτά όπως άλλοτε κοιτιέστε σα λεχρίτισσες; Αυτό.

Να μη στα πολυλογώ, σε πρώτη φάση είπε το τελεβίζιο ότι με το που θα βγω από την πόρτα θα φορώ μάσκα. Τι να κάνω, το είπε η τελεόραση, την κότσαρα κι εγώ και πήγα να πάρω κάτι ψιλά από το μάρκετ, μη φανταστείς, ένα αλάτι, δυο κρεμμύδια, ξέρεις, φασολάκια γαρ.

«Καλέ, σαν το ζορό είσαι με τη μάσκα!», Ευθαλία Μπαμπαούρα, σύζυγος λογιστού, νυν συνταξιούχου, δεύτερη πολυκατοικία προς Ακαδημίας, τρίτος όροφος.

«Ε, τι να κάνουμε, τα νέα μέτρα βλέπεις Ευθαλία μου, πρέπει να φυλαχτούμε». Αρχίζει να βράζει το συκώτι, δε δίνω σημασία.

«Να φυλαχτείς Κούλα μου, να φυλαχτείς, γιατί τώρα που απομακρύνθηκε ο κόσμος από το Θεό θα ανοίξει η κόλαση ένα στόμα νααααα, να σας καταπιεί όλους. Με βλέπεις εμένα να έχω πάθει κάτι; Ούτε μάσκα, ούτε τίποτα. Κοινωνάω και είμαι προστατευμένη. Και κουκουλώσου εσύ, και άμα θες να ξέρεις η μάσκα σε κονταίνει».

Ήρθε το άντερο και τυλίχτηκε γύρω από τη συκωταριά κι έσφιξε. Τσίτωσαν τα παΐδια μου, ποδαράκι μου. Φαντάσου πώς σφιγγόμουν, που μου έριξες μια σουβλιά από εκείνες που φυλάς για επερχόμενη κακοκαιρία.

«Ευθαλία άσε τα χαζά και πρόσεχε», δεν κρατήθηκα που θα μου κάνει εμένα κήρυγμα η καντηλανάφτρα και θα με πει ότι με κονταίνει κι η μάσκα!

Το τί είπε ο στόμας της δεν μπορώ να στο περιγράψω. Βγήκε ο κόσμος στα μπαλκόνια, μόνο αυτό σου λέω. Κι αν δεν έτρεχε ο κυρ Στέλιος, ο συνταξιούχος λογιστής ντε, να τη μαζέψει, θα μας μαζεύανε με το κουταλάκι, αλλού εσύ, αλλού εγώ. Τέσσερις ημέρες με τρεις διανυκτερεύσεις και πρωινό, όλα περιλαμβάνονται στο πακέτο θα χρειαστεί στην εξομολόγηση για να ξαναπεί όσα μου ‘σουρε. Που σιγά μην τα πει.

Τί ότι είμαι θύμα της διεθνούς συνωμοσίας με είπε, τί ότι θα με κάψει ο Θεός, τί ότι άμα βγει εμβόλιο θα με βάλουν ένα τσιπ και θα με παρακολουθούν, τί…τί. Που να τους δω να με παρακολουθούν και να μαθαίνουν τα σωστά τα φασολάκια τα σαλονικιώτικα, που το θέλουν και το τσιτσίρισμά τους πριν ρίξεις τη ντομάτα, καλύτερο δεν έχω, αλλά τέλος πάντων.

Σε έχω ξαναπεί πως, εδώ στα Εξάρχεια είμαστε χωριό και στο χωριό όλα μαθαίνονται. Μάθαμε λοιπόν πως είναι κρούσμα ο κυρ Θανάσης, ο δικηγόρος. Πολύ λυπήθηκα, το παραδέχομαι, αλλά επίσης παραδέχομαι, μόνο σε σένα, ότι με έπιασε αυτή η κακία που με έπιασε στο σχολείο όταν έπιασαν τη Κατερινούλα να αντιγράφει που μας το έπαιζε και η καλύτερη μαθήτρια. Γιατί ο κυρ Θανάσης πιάνει στασίδι στην εκκλησία πιο πριν κι από το νεωκόρο, μη σου πω πιο πριν κι από το Άγιο Πνεύμα.

Πώς λοιπόν η Κατερινούλα έφαγε τιμωρία που αντέγραψε και δεν κατέβηκε μια βδομάδα να παίξει στη γειτονιά; Έτσι και ο κυρ Θανάσης δεν ξαναβγήκε χωρίς μάσκα και μας έκανε και κήρυγμα από πάνω να προσέχουμε γιατί το χτικιό δεν αστειεύεται. Ο κυρ Θανάσης το πέρασε, ευτυχώς, ελαφρά αλλά ξανά δεν πήγε στην εκκλησία. Το ξέρω γιατί την Κυριακή έχει στο διαπασών την τελεόραση και βλέπει από εκεί. Μαζί με όλη τη γειτονιά.

Καθόλου δεν με πειράζει εμένα πάντως. Αυτό που με πειράζει είναι να μην καταλαβαίνουμε τα αυτονόητα.

Και ότι προφανώς δεν με παρακολουθούν κι έτσι δεν θα έχω την ευκαιρία να γίνω παγκοσμίως διάσημη για τα φασολάκια μου.

Γιατί αν με παρακολουθούσαν, τώρα θα περπατούσες σε μεγάλα σαλόνια πουλάκι μου εσύ…

Κούλα Κούτσαβλου


Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ

  Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά. Αδύνατον! Και υπάρχει, λέει,   ...