Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Κούλα Κούτσαβλου - Επικαιρότι

 



Αγαπητό μου πόδι,

Σε ονειρεύτηκα ψες το βράδυ. Θα με πεις, ποιος ονειρεύεται το πόδι του, ξέρω γω, πάντως εγώ σε ονειρεύτηκα. Ήμασταν, λέει, σε μια βουνοπλαγιά και περπατούσαμε και ξαφνικά γύρισες και με λες «αχ, βγάλε βρε τζανεμ το παπούτσι ν’ αγγίξω λίγο χώμα»..

Τούτες τις μέρες θα ήταν περήφανη για μένα η θεια μου η Κατίνα, «Καίτη» τόνιζε «Καίτη καλέ, μας ακούει κι ο κόσμος». Και ξέρεις, ο κόσμος, όπως τον μάθεις, να, καλή ώρα, εγώ που δεν στρέχω ν’ ανοίξω το χαζοκούτι ενώ στη βεράντα μου με φωνάζουν τα λουλουδάκια μου, λίγο να τα ξεχορταριάσω, λίγο να τα μιλήσω, λίγο να τους ρίξω το νεράκι τους, τώρα όλη την ώρα το έχω ανοιχτό, το χαζοκούτι ντε, και η μούρη μου όλο και ρίχνει κλεφτές ματιές, όλο και γυρνάει στα κανάλια να δω πού είμαστε, τί κάνουμε, αν καταφέραμε τίποτα.

Γιατί, μέρες που’ ναι, Γιούλη μήνα, έχουμε πάρει φωτιά και καιγόμαστε. Και θα με πεις, πρώτη φορά είναι και τότε είναι που θα βγάλω την παντόφλα κι όπου σε βρω, γιατί δεν είναι κουβέντα να λες και λόγος να λογιάζεις.

Τί είναι καλέ η φωτιά και το περνάμε έτσι; Έσταξε η ουρά του γαϊδάρου είναι; Αχ και να βλέπω να καίγονται τα δεντράκια και να σκέφτομαι τότε, στο χωριό της μάνας μου, διακοπές τρεις μήνες είχαμε τότε, ωραίες μέρες, τέλος πάντων, που έπιασε φωτιά το σπίτι της Κυρά Λούτζως, της μάνας του Κυριάκου που είχε το αγοραίο και πηγαινόφερνε κόσμο από το ένα χωριό στο άλλο. Η Κυρά Λούτζω, αν έτρωγες κεφτέδες από τα χέρια της, άλλο δεν ήθελες να φας, χρυσοχέρα, χήρα είκοσι χρόνια η καημένη, μια μέρα αχ δεν έκανε, μόνη της κούτσουρο ίδιο τονε μεγάλωσε τον Κυριάκο, δυο μέτρα καλό παιδί, χρυσό τον έκαμε, τέλος πάντων, ποιος ξέρει πώς ξέχασε το τηγάνι στη φωτιά και άρπαξε το σπίτι, μια φλόγα ίσαμε τον Ύψιστο να του τσουρουφλάει το γένι.

Όλο το χωριό έτρεξε, να οι κουβάδες, να οι κουβέρτες, το έσβησαν το σπιτάκι. «Άλλο κακό να μη μας βρει», όλο αυτό άκουγες για μέρες στο χωριό.

«Άλλο κακό να μη μας βρει»

Εψές που λες, πριν να σε ιδώ στον ύπνο μου, ήρθε η Τασούλα, η εγγόνα της Κυρά Μαρίας από κάτω να με φέρει που έφτιαξε η γιαγιά της ραβανί που μ’ αρέσει. Και την είπα να με πει τί γίνεται γιατί από την τελεόραση δεν καταλαβαίνω και πολλά, με νευριάζουν κιόλας που τα λένε μπερδεμένα. Και κάθισε το παιδί και με είπε και με έδειξε και στο κινητό.

Πάνε τα δεντράκια, καήκαν ζώα με είπε, ψυχούλες αθώες, ένα τσακ και τσουπ στην Παράδεισο που λένε και με είπε να μην πιστεύω πως αθρώποι δεν πεθάναν, γιατί πεθάναν. Και με είπε και για τα παιδιά τα δυο που οδηγούσαν το αεροπλάνο που σβήνει τις φωτιές, πήγαν τα πουλάκια μου να σβήσουν τη φωτιά κι έγιναν μέρος της. Και να μη σταματάνε τα μάτια μου να τρέχουν.

Και να σκέφτομαι τις μανούλες και τους πατεράδες τους, να το πλένεις, να το μαγειρεύεις, να το σιδερώνεις και να στο στείλουν πίσω πεθαμένο.

Αχ Βαγγελίστρα μου, πώς τ’ αφήνεις αυτά και γίνονται…

Θα με πεις, τα ελάφια δεν έχουν μανούλα; Τα λαγούδια, τα πουλιά, τα σκυλάκια, τα γατιά; Αυτά δεν έχουν μανούλες; Πώς δεν έχουν, έχουν.

Και θυμάμαι και την Ακριβούλα, που μένει ένα σπίτι κάτω, που ήθελε να φτιάξει πίτα τρομάρα της και τελευταία ώρα γύρευε αυγά κι αλάτι. Αμ πώς θα φτιάξεις πίτα άμα δε μαζέψεις γύρω σου τί χρειάζεσαι; Άμα περιμένεις να έρθει μόνο του τ’ αυγό, πρόκοψες, ξίνισε το ζυμάρι, πάει η πίτα.

Θα με πεις, πώς μου ‘ρθε η Ακριβούλα. Μου ‘ρθε γιατί πολλά δεν ξέρω αλλά ξέρω πως άμα περιμένεις να πιάσει η φωτιά για να τη σβήσεις, θα πρέπει να είναι τουλάχιστον στο σπίτι της Κυρά Λούτζως, δυο καμαρούλες ίσα – ίσα, φου κάνεις και το σβήνεις.

Άμα το δάσο δεν είναι σπιτάκι, έχει έκταση, κι εδώ με είπε η Τασούλα έχει ανάψει όλη η Ελλάδα, πού να προλάβουν και τί να προλάβουν οι χωριανοί…

Σύρε από το χειμώνα, λέω εγώ που δεν ξέρω, κάνε δρόμους, βάλε προστασία, τί προστασία δεν ξέρω, άμα ήξερα θα πήγαινα να τη βάλω εγώ, πώς έβαλε η Τούλα του Γιώργη το αυτόματο να ποτίζονται τα λουλούδια όταν θα λείπανε στο χωριό, δυο βδομάδες θα λείπανε, θα είχανε ξεραθεί τα φυτά, έβαλε αυτόματο και γύρισε και τα βρήκε καλύτερα από πριν.

Να βάλετε αυτόματο πότισμα. Στα δάση, ναι, ξέρω γω; Άμα είναι να ξέρω εγώ, βάλτε εμένα να κάνω κουμάντο να δεις εσύ πάστρα και νοικοκυροσύνη. Και τα δεντράκια και τα ελαφάκια και τα γατάκια και τα λαγουδάκια, πεντακάθαρα, ταϊσμένα, ποτισμένα, και το δάσο, να τρως από κάτω που λέει ο λόγος.

Να βάλετε αυτόματο πότισμα κι όταν έρθει η φωτιά, όπως έρθει, τη βάλει ο ήλιος, τη βάλει ο παναθεμάτονε, όποιος τη βάλει, να κάνει ένα φρουπ φρουπ φρουπ και να μην μπορεί να πιάσει η σπίθα.

Φρουπ φρουπ φρουπ…

Γιατί η πίτα της Ακριβούλας και καλή να μη γίνει έτσι που αφήνει τη ζύμη και γυρνάει στο σοκάκια για αυγά, δεν πειράζει, θα φτιάξουμε άλλη.

Αυτά που πέθαναν, δέντρα και ζώα και αθρώποι δεν ξαναφτιάχνονται. Κι ας γυρίσουν οι Ακριβούλες οι ακαμάτρες όλα τα σοκάκια της πλάσης.

Δεν ξαναφτιάχνονται.

 

Κούλα Κούτσαβλου


Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

Σπυριδούλες, της Νεφέλης Μαϊστράλη

 



Δέντρο είχα στην αυλή μωρ’ τζάνεμ,

κυπαρίσσι στο μπαξέ μου,

κυπαρίσσι στο μπαξέ μου τζάνεμ,

το ποτίζω μαύρο δάκρυ

Το ποτίζω μαύρο δάκρυ τζάνεμ,

το φαρμάκωσα το δέντρο,

το φαρμάκωσα το δέντρο τζάνεμ,

κι έπεσαν τα φύλλα κάτω…[1]

(Δέντρο)

Σαν γεννηθεί παιδί πάει καλά, σαν γεννηθεί από τ’ άλλα όμως, κεραμίδα στο κεφάλι σου τζάνεμ’. Ένα ποτήρι νερό θα σε φέρει το τσουπί, αλλά μέχρι τότε μόνο βάσανα και καημούς να περιμένεις. Κι άντε να το αναθρέψεις, να το ταΐσεις, να το ντύσεις, να το ποδήσεις, να μεγαλώσει μια στάλα. Αμ θέλει και προίκα, ποιος θα το πάρει με το βρακί; Και πού να βρεθεί προίκα; Κι άμα δεν είναι ένα το αδικιορισμένο, αλλά τα ‘χεις με το τσουβάλι, τί θα απογίνουν;

Δεκαετίες του ’50 και του ’60 το άστυ γεμίζει κορίτσια που «υιοθετούνται» από εύπορες οικογένειες. Οι «ψυχοκόρες» μένουν στο σπίτι, «εσωτερικές», «δουλάκια». 7 χρονών, 8, 11, 13, κάνουν όλες τις δουλειές, σιωπηλά, αδιαμαρτύρητα, μπας και στείλουν κάνα φράγκο πίσω στο σπίτι, στο χωριό, στο νησί, στο ρημαγμένο από τη φτώχια τόπο.

«Ανοίγω τα χέρια, γλιστράω απ’ τα κάγκελα, πέφτω στο νερό και με τρώγουν τα ψάρια…»[2]

Δεν υπάρχει διέξοδος. Μήτε επιλογή. Η μοίρα προδιαγεγραμμένη. Και σκοτεινή. Ξύλο, τιμωρίες, σιωπή, σιωπή, σιωπή. Και να φύγεις, να πας πού; Δεν έχει πουθενά να πας. Να σηκωθείς, να σφουγγίσεις τα δάκρυα και να συνεχίσεις.

Το σκηνικό λιτό. Δε χρειάζονται και πολλά. Σχεδόν αόρατο. Σαν τις ψυχές αυτών των κοριτσιών. Χαμηλοτάβανες και αφτιασίδωτες. Γύρω, γύρω οι αλήθειες μουγκές και στη μέση η ιστορία ενός ανθρώπου που έσπασε τις αλυσίδες με τα δόντια. Της Σπυριδούλας.

Καλοκαίρι του 1953. Η Σπυριδούλα, 12 χρονώ, από το Αγρίνιο, από τη Ματαράγκα πάει στην πρωτεύουσα, στο σπίτι των Βεϊζαδέ. Μεγάλη τύχη! Θα την φροντίσουν σαν παιδί τους!

31η Ιουλίου του 1955, βράδυ. Αυτά που έχασε στην Τρούμπα ο Γιώργος Βεϊζαδές τα φόρτωσε στη ράχη της. 36 ώρες μαρτυρίου, εκατοντάδες χρόνια παγκόσμιας σιωπής….  



[1] Πρόκειται για το χορό της Θράκης Δεντρίτσι.

https://www.youtube.com/watch?v=-JemtOyHj50

[2] Από το κείμενο της παράστασης




Πίσω στο σκηνικό. Στη μέση η Σπυριδούλα, τραγωδός και μάρτυρας. Χορός που την περιβάλλει, οι χιλιάδες αόρατες, σιωπηλές Σπυριδούλες, λες και έχουν σημασία τα ονόματα, οι ιστορίες, τα νεαρά κορμάκια, οι νεαρές ψυχές….

Η κάθαρση θα έρθει πυορροώντας, πάνω στο άρμα των ουρλιαχτών. Θα έρθει;

Τα σύγχρονα στοιχεία σκύβουν το κεφάλι. Η στατιστική αμείλικτη, τότε και τώρα. Η αυτοδιάθεση και τα ανθρώπινα δικαιώματα στριμώχνονται σ’ ένα δωματιάκι, δίπλα στο μαγερειό…

«Πάτερ ημών [….] φτύνω τ’ όνομά σου. […] άσε με να περάσω μια μέρα σαν άνθρωπος κανονικός»[1]

Η Νεφέλη Μαϊστράλη υπογράφει για άλλη μια φορά ένα πρωτότυπο έργο, μια σύγχρονη τραγωδία βασισμένη σε ιστορικά και σύγχρονα στοιχεία και ντοκουμέντα, δίνοντας φωνή σε ζωές που περίμεναν αιώνες να ακουστούν, καταλήγοντας σε μια κραυγή αντίστασης που ανυψώνει την ορατότητα ενάντια σε κάθε ταξικό στερεότυπο. Καθαρός, σύγχρονος λόγος, αγκαλιασμένος από την εξαιρετική μουσική επένδυση των Thrax Punks.

Ο Θανάσης Ζερίτης και ο Χάρης Κρεμμύδας στη σκηνοθεσία «στήνουν» το δράμα πριν την παρουσία. Με λιτότητα που αφήνει χώρο στην πολυπλοκότητα της Ιστορίας, με πρόλογο, παρόδους, στάσιμα, γέφυρες και επεισόδια που τιμούν τη δραματουργία.

Η Ελένη Βλάχου, ο Σταύρος Γιαννουλάδης, ο Τάσος Δημητρόπουλος, η Αργυρώ Θεοδωράκη, η Τατιάνα Άννα Πίτα και η Ελένη Τσιμπρικίδου με οικονομία και σύνεση, καθηλωτικοί, συνεπείς, αποφεύγοντας τις μανιέρες και τα συναισθηματικά αποκούμπια αγγίζουν τα ιστορικά τραύματα με γυμνά χέρια.

 

«Τί λόγο έχει ο Θεός σ’ αυτόν τον κόσμο τον δικό μας;

Τυφλός, κουφός και άφαντος»[2]



 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Σκηνοθεσία Θανάσης Ζερίτης, Χάρης Κρεμμύδας

Δραματουργία Νεφέλη Μαϊστράλη

Σκηνικά – Κοστούμια Γεωργία Μπούρδα

Μουσική επιμέλεια – Σύνθεση Θραξ Πανκc

Κίνηση Πάνος Βοηθός σκηνοθετών Ελένη Τσιμπρικίδου

Έρευνα Παναγιώτης Λιαρόπουλος

Φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης

Εκτέλεση παραγωγής Αριστέα Σταφυλαράκη – 4frontal

 

Παίζουν Ελένη Βλάχου, Σταύρος Γιαννουλάδης, Τάσος Δημητρόπουλος, Αργυρώ Θεοδωράκη, Τατιάνα Άννα Πίττα, Ελένη Τσιμπρικίδου

 

Πειραιώς 260 - Χώρος Ε - Ταύρος, Αττική



[1] Από το κείμενο της παράστασης

[2] Από το κείμενο της παράστασης




Κυριακή 2 Ιουλίου 2023

Κούλα Κούτσαβλου - Επικαιρότις

 



Αγαπητό μου πόδι,

Δεν ξέρω, νομίζω θα πάω συμφόρηση. Έτσι μου 'ρχεται να βγω στη βεράντα με το κομπινεζόνι να τυλίξω ντολμαδάκια με το φίκο. Κι εγώ το Μανώλη το φίκο δεν τον ξεμαλλιάζω για ψύλλου πήδημα.

Καταλαβαίνεις τη σύγχυση, μην τα λέω.

Θα απευθυνθώ, όχι, θα απευθυνθώ είπα. Όχι σε σένα ποδαράκι μου, όχι γλυκούλι μου, που, παρεμπιπτόντως πας σφαίρα και προβλέπεις και τον καιρό με ακρίβεια δορυφόρου. Όχι. Και κλείσε αυτάκια γιατί μπορεί να παρεκτραπώ.

Λοιπόν, απευθύνομαι:
(γκουχ γκουχ)

ΚΑΛΕ!!!

Αυτό που κουνάς σημαιάκι τρομάρα σου τί είπε το παιδί που δουλεύει στη γαλέρα της Ρόδου, ότι "δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτού του είδους το σερβίρισμα που του αποφέρει φιλοδώρημα, το οποίο φτάνει ακόμα και τα 200 ευρώ", το χαίρεσαι; Ότι βρήκες επιχείρημα; Που κάτι τέτοια έλεγε και η Νικόλ η ξιπασμένη του δεύτερου που δεν δίνει του αγγέλου της νερό όταν τη ρώτησα γιατί δεν πλήρωσε τα δύο ευρώ για να πάρουμε δώρο στο παιδί που μας ξεβρωμάει στην πολυκατοικία.
Δύο ευρώ! "Πλερώνεται" είπε. "Γιατί να τον πάρω δώρο;"
Για να μη σου βγάλω τα μάτια και σου τα δώκω να τα φας μπας και δεις το φως το εσωτερικό σου, γι' αυτό.
Τέλος πάντων, έτσι συγχύζομαι.

Χρέπια!

(γκουχ γκουχ)

Τί θα πει μπρε κάμπια το παιδί; Στον πλανήτη του ωχαδελφισμού που ζεις, δεν έχεις ξαναδεί ποτέ άθρωπα να το βουλώνει, σωστά; Γιατί εσύ δεν έχεις σκύψει ποτέ το κεφάλι, είσαι αγέρωχο είσαι, του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δε λογαριάζει είσαι, σωστά;

Σκυλολόι!

Αν έχεις ανάγκη, μπρε σερσερή, μπρε αδικιορισμένε, με διακοσάρι φιλοδώρημα και τούμπες κάνεις, όχι στο νερό σερβίρεις. Εδώ, μην κοιτάς αλλού, εδώ την προσοχή σου.
Α ν ά γ κ η.

Κακομοίραρχε που για να αλλάξεις βρακί πρέπει να σε το πει το ινφλουένσε, πώς τους λένε δαύτους...

Και για πες, ένιωσες και σήμερα σπουδαίος; Θα μου πεις, σκατονίκη, αλλά απ' τ' ολότελα, σωστά; Λίγο να μην αφήσω να αλλάξεις λωρίδα, λίγο να οδηγήσω με την κόρνα, λίγο να σου πάρω τη σειρά στο σουπερμάρκετ, λίγο...λίγο....άντε, θα βγει και αυτή η μέρα, σωστά;

Θυμήθηκα τώρα την Ακριβούλα, που αν ήταν μπροστά σου στην ουρά για το αντίδωρο, δεν προλάβαινες ούτε ψίχουλο. Μια σταλιά χεράκια, πώς άνοιγαν έτσι οι φούχτες της και έβγανε το ψωμί μιας βδομάδας, ποτέ δεν κατάλαβα. Τέλος πάντων, συχωρέθηκε και δαύτη, πάνε χρόνια, πού τη θυμήθηκα...

Α ναι! εσύ μου τη θύμησες! Βλαμμένο, ε βλαμμένο! Που βλαμμένο λέγανε και το Νικολάκη της Δήμητρας της Κουφής γιατί δεν έπαιρνε τα γράμματα και έβγανε και κάτι κραυγές κάπου - κάπου. Αλλά ο Νικολάκης δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, όλο με το χαμογελάκι του και δος του να βγάζει νερό για τα αδέσποτα το καλοκαίρι και ψίχουλα για τα πουλάκια το χειμώνα

Και είναι ο Νικολάκης το γιαβρί μου βλαμμένο και είσαι εσύ σπουδαίος που πίνεις φρέντο τρομάρα σου με τον ίδρωτα των παιδιών που δουλεύουν κάτω από τον ήλιο για να ξεδιψάσει η καταπιόνα σου.

Για να μη μιλήσω για τη Μπατρίδα, που αν δεν είχε φρουμάξει το φέισμπουκ και το τουίτερ και πώς τους λένε τούτους τους διαόλους, να 'ναι καλά τα παιδιά, τίποτα δεν αφήνουν να πέσει κάτω, ακόμα θα περίμεναν για ανταύγειες στην κυρά Νίτσα, που όχι που είναι φίλη μου αλλά χρυσό χέρι, και γρήγορη, όχι να περιμένεις ώρες για μία ντεκαπάζ...

"Όλα πάνου ζάχαρη και σκατό από κάτου", έλεγε η γιαγιά μου.
Πάει να πει, άμα δεν το πάρουν χαμπάρι, όλα καλά, πάμε παρακάτω. Άμα το πάρουν, χαμπάρι, ε, τότε κάτι θα κάνουμε.

Που άμα σε πιάσω από το μαλλί, δεν θα σε ξεκολλάνε από τα χέρια μου...

Ντροπή μπρε! Λίγο τσίπα μπρε!

Λίγο τσίπα....

Αν έτσι νιώθεις σπουδαίος και πλούσιος και λουσού, στο σβέρκο του άλλου, σε λυπάμαι. Και ντρέπομαι για σένα να ξέρεις. Κι η Κούλα, έχε υπόψη σου, δε ντρέπεται για τίποτα...

Κούλα Κούτσαβλου




Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

Οι Σκόρπιες Σκέψεις της Εβδομάδας [28.6.2023]

 


https://www.mixcloud.com/χάρις-παρασκευοπούλου/σκορπιες-σκεψεις28623/

Της Υποφαινομένης, αρ. 75

 



Απόπειρα καθ – ορισμού. Σκαρίφημα φράσης. Να αναπλάσω, να ανατάξω, να αναδιαμορφώσω, να ανασκευάσω. Να καταφέρω άλλη μία ατέλεια.

Δεν έχω ελπίδα. Η ελπίδα αλλοιώνει τη φράση και μετά ονειρεύομαι ότι έχω άλλη μία ευκαιρία. Άλλο ένα κατέβασμα του κεφαλιού στο αφεντικό. Άλλη μια κάμψη της σπονδυλικής στον αφέντη.

Η αγάπη δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες. Τις παρακάμπτει. Τις περιφρονεί. Αν μείνω κοντά στο χώμα, μπορεί και να εκτελεστώ τελευταία. Μπορεί να μην αχνίσει η ανάσα μου και προδοθώ.

Μόνη αναπόφευκτη, η επιθυμία. Το μόνο δείγμα ότι υπάρχει μετά. Θηρίο, ουρλιάζει ακατάπαυστα

«Κι άλλο, κι άλλο, λίγο ακόμα, έλα, θέλω, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, θέλω, θέλω, θέλω, έλα, έλα, έλα, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο…»

Την ταΐζω στο στόμα κι αφού χορτάσει, δέχεται να με προστατεύσει λίγο ακόμα από το χαμό.


Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ

  Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά. Αδύνατον! Και υπάρχει, λέει,   ...