Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

Της Υποφαινομένης


 

56.

Αυτό που με σφάζει είναι εκείνο το πιατελάκι. Με τις θήκες τις ρηχές για τα αυγά τα βαμμένα. Δώρο. «Τώρα που είσαι νοικοκυρούλα στο σπίτι σου». Στο σπίτι μου. Νοικοκυρούλα. Αυτό ακριβώς. Υποκοριστικό.

[γραμματική]: παράγωγο ουσιαστικό που δηλώνει ό,τι και το πρωτότυπο αλλά σε μικρό μέγεθος, ποσότητα, ηλικία κ.τ.λ.

Ό,τι και το πρωτότυπο αλλά σε μικρό μέγεθος.

Ό,τι και το πρωτότυπο αλλά.

Όλα σε σετ. Φλιτζανάκια με τα πιατάκια τους, με τη ζαχαριέρα και την κρεμιέρα και τη γαλατιέρα και την τσαγιέρα. Και του ελληνικού. Και πιρουνάκια, κουταλάκια, μαχαιράκια. Ίδια. Και τα πιάτα, όλα. Σετ. Του φαγητού, της σούπας, του γλυκού, του πιο μικρού γλυκού. Γλυκούλα. Γλυκούλα μου.

Υποκοριστικό.

Με μεγάλη προσοχή. Πορσελάνινη ευαισθησία με συνοδεία τα κρύσταλλα. Θέλει προσοχή το κρύσταλλο, μια στιγμή απροσεξίας και τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο. Μετά, όλα θα είναι μισερά και μίζερα. Μια ρωγμίτσα και στα σκουπίδια. Απευθείας. Δεν κάνει εκπτώσεις η ποιότητα.

Δεν κάνει εκπτώσεις η ποιότητα.

Μεγάλη Πέμπτη, πρωί – πρωί, το πιατελάκι στο κέντρο της τραπεζαρίας. Έτοιμο να υποδεχτεί το εξίσου ευαίσθητο περιεχόμενο του. Αυγά. Κατακόκκινα. Αυγουλάκια.

Υποκοριστικό.

Μέχρι σήμερα τη θυμάμαι. Τη μυρωδιά από το ξίδι. Να κρατήσει η βαφή. Και το κουρέλι με το λάδι. Για να γυαλίσουν. Φέτος, τα πιο ωραία. Έμαθα. Και μου έσπασαν και ελάχιστα. Απωλειούλες.

Υποκοριστικό.

Δίπλα στο μάτι μου πέρασε. Θυμάμαι τον ήχο. Χίλια κομμάτια. Γέμισαν τα ντουλάπια κόκκινα. Γέμισε η κουζίνα. Κατακόκκινα όλα. Το άλλο πρωί, Μεγάλη Παρασκευή ήταν, ακόμα έβγαζα θρυψαλάκια από τα μαλλιά μου.

Θρυψαλάκια.

Υποκοριστικό.


Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

Τζια, 15 - 4 - 2022

 




Τζιά

Σε ξυπνάνε τα πουλάκια εδώ. Στην πρώτη ανάσα σού ‘ρχεται: «το είδος κάτι έχει καταλάβει στραβά». Γιατί, βλέπεις, θα έπρεπε, λέγω, να τραγουδάμε αντί να μιλάμε. Σκέψου το. Πάει να πει, και το χειρότερο να πεις τραγουδιστά, καλό ακούγεται. Έτσι ξυπνάει ίσια ο νους, όχι με ξυπνητήρι smart, δίπλα στο κούτελο, ανοιχτό στο μεταμεσονύκτιο «διαβάστηκε».

Ποιος νοιάστηκε.




Σηκώνεσαι και λυσσάς να βγεις στο σοκάκι. Σε περιμένει η πέτρα και το μπουμπούκι της φρέζιας έσκασε για σένα μόνο. Για να το δεις. Αλίμονο σου αν το χάσεις. Μία φορά θα σε περιμένει, μετά πάει.

Έτσι είναι οι μεγάλες αγάπες. Ρε φίλε, τί φλύαρη σιωπή είναι δαύτη;



Βγήκες στο μονοπάτι του Λιόντα. Πράσινα και μωβ και κίτρινα και λευκά και μέτρα χρώματα, να μάθεις καινούριο αλφάβητο. Χαντάκια σκάβει στη σκέψη η ρίζα και το κλαδί. Την ησυχία του τοπίου διακόπτουν μόνο κάτι ξεριζωμένοι μάστοροι, ποιος ξέρει που να ‘ναι τα χωριά τους και δεν τους πονά τούτος ο ουρανός που υποφέρει από τις δαγκάνες του φορτηγού κι από τα σύρματα που μαντρώνουν τη γης.

Ντρέπεσαι να περπατήσεις, μην και βλάψεις τις αρχαίες πέτρες. Στο λέει ο Λιόντας∙ «το νου σου, εσύ παροδικός, εγώ αιώνιος».




Το σούρουπο γαντζώνεται σε πιρούνια και κατσαρόλια. Με το τσούγκρισμα των ποτηριών ραγίζουν καρδιές. Μέχρι να σε βρει το βράδυ, στάζεις τη ζωή σου σταγόνα σταγόνα. Και μια στο χώμα, να σχωρεθούν τ’ αποθαμένα, να μάθουν πως δε λησμονήθηκαν.

Λησμονιούνται οι χαρακιές;

Εψές ξένοι, σήμερα πώς αναζητάς φίλους, χαμόγελα, ματιές; Πώς θυμάσαι ρυτίδες κι αγγίσματα στον ώμο και τη ράχη; Μέχρι να φουσκώσει ο καφές, να προλάβεις να χωρέσεις άλλη μια κουβέντα.

Θα βρέξει. Ευτυχώς. Κι ας είναι και λάσπη. Κι αυτή η φουκαριάρα, τόσο δρόμο έκανε για να μπορείς εσύ να ζωγραφίσεις δυο πινελιές από κοκκινόχωμα. Ποιος ξέρει ποια πατήματα την κλαίνε που ποτέ δεν θα την ξαναδούν;

Κοίτα, ρεγάλο, κάποιος σε κράτησε στο νου! Και σου φύλαξε ένα κεραμίδι, δώρο, να το πάρεις μαζί σου στην πόλη, την μονοκόμματη, να σκάσει από τη ζήλια της. Εσύ έχεις ένα κεραμίδι, διάφανο, να αφήνει ορατή τη βροχή και τη λιακάδα.

Κι αν είναι λιακάδες και μπόρες βροντερές οι κουβέντες που σε ξεδίψασαν, έτσι που ‘ρθες με το στόμα ξερό από μοιράσματα…




Στο τρίτο βράδυ επάνω, η Πανσέληνος ήρθε ντυμένη μια ομίχλη. Να μη βλέπεις, τί τα θες τα μάτια, άνοιξε της ψυχής τα παράθυρα κι αυτή θα μπει να φωτίσει. Κι αέρας και νερά, του ουρανού θάλασσες, κύματα φουρτούνες στη βεράντα και μέσα λέξεις να ξεπλένονται ολοένα.

Όχι αντίο.

Καλή αντάμωση, το συντομότερο, καλή αντάμωση…

Πέτρο μου, νησί μου και κύμα μου, Αργυρώ και Αλέξανδρε, Σοφία και Marco, Υβόννη και Φίλιππε και Ηλέκτρα, σκαλοπάτια μου από γέλια και ανάσες, χρωστάω μια αγκαλιά.

Και θα περιμένω να σας τη δώσω.




 

Κυριακή 10 Απριλίου 2022

"Γυναικείες Ιστορίες" στον Πολυχώρο Vault

 




«Να στο πω, να το βγάλω από μέσα μου γιατί θα σκάσω»

Κάπως έτσι, κάπου ανάμεσα σε λεκάνες με ρούχα, ακόμα μυρισμένα από τον ήλιο και σε φλούδια που πριν λίγο τύλιγαν πατάτες, η άκρη από το κουβάρι κρύβεται μέσα σε λόγια μπλεγμένα με το προζύμι που απόμεινε, έτσι, ξερό, στα χέρια.

Σχεδόν ψιθυριστά. Σχεδόν συνωμοτικά. Με το ένα μάτι να κοιτά την πόρτα και το σώμα ελαφρά γερμένο μπροστά.

Έτσι πλέκονται οι «γυναικείες ιστορίες». Από το ένα στόμα στο άλλο, χαμηλόφωνα, με τα χέρια πάντα απασχολημένα με κάποια δουλειά, με κάποιο παιδί, με κάποια έγνοια. Ιστορίες με άρωμα κόρφου τρυφερού, από εκείνους που νικούν τις καταιγίδες και σβήνουν τους πόνους. Που σε μαλώνουν τη μια στιγμή, για να σε κοιμίζουν με τραγούδια την άλλη.

Πού και πού, ξεφεύγει και κάνα δάκρυ, γυναικείο και δαύτο κι αμέσως νάτο που στεγνώνει σ’ εκείνο το μαντήλι που με κάποιο μαγικό τρόπο βρίσκεται πάντα στην τσέπη, μαζί με κάνα ψιλό, «άντε, πάρε να πάρεις παγωτό, σύρε, τί να σε κάνω…»

Οι «Γυναικείες Ιστορίες» μοιράζονται μόνο από γυναίκες σε γυναίκες. Ιχνογραφούνται σε φλιτζάνια, πασπαλίζονται πάνω από το κοκκινιστό, με το μάτι, πλέκονται με το μαλλί σε ζεστές εσάρπες. Αναφέρονται σε γυναίκες, κατηγορούν, αθωώνουν, παρηγορούν, τιμωρούν γυναίκες. Οι άντρες σε αυτές, κάτι φωνακλάδικες σκιές, συχωρεμένοι από τα πριν και, σκέφτομαι, «αθώοι ως απόντες»…

«Έτσι είν’ η ζωή»

«Έτσι είν’ το θέλημα του Θεού»

Ουφ! Τα ‘πα και ησύχασα, και το νου σου, κουβέντα μη σου φύγει…



Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Γιώργη Μασσαβέτα, η παράσταση, τόσο κοντά στο θεατή, τόσο χωροταξικά, όσο και συναισθηματικά. Τέσσερις γυναίκες κι ένας άντρας και τριάντα χρόνια, από το ’44 μέχρι το ’74, κάθονται σ’ ένα πεζούλι. Μαζί κι εμείς.

 

Η Μαρία Γράμψα, η Αννέτα η Βλάχα, η πειραχτήρω, η αντροκοπέλα, ένα τραγούδι από μόνη της, η Κική Μαυρίδου, η Μαριγώ, καφετζού και ξεσπιτωμένη, μ’ ένα χεράκι κι ένα ποδάρι να ονειρεύεται έναν κόσμο άλλον, να τον σκαρώνει στα όνειρά της και να τον περιμένει στο διηνεκές, η Φανή Παλιούρα, η Κατινάρα, η ταβερνιάρισσα και η «μεταξύ άλλων Θέ μου σχώραμε» που «α στο καλό, θα σπάσει ο κορσές, θα σκοτώσω κι άνθρωπο» και η Χριστίνα Σαμπανίκου, η «Αγία» Ασήμω, που τη γνώριζε προσωπικώς η Παναγία, «μεγάλη η χάρη της».

Ούτε δουλειά κι ούτε πόνος, πάνω απ’ το κορμί και την ψυχή τους πέρασε η ιστορία του κόσμου.

 

Στη θεατρική διασκευή, τη δραματουργική επεξεργασία και τη σκηνοθεσία, αλλά και στο μοναδικό ανδρικό ρόλο, ο Δημήτρης Καρατζιάς, αυτόπτης μάρτυρας, πότε παιδί και πότε άντρας, αυτός ο ψίθυρος και η αφορμή, αυτός ο κρίκος να σκαρώσει μια αλυσίδα αγάπης, μιας και «ένα παιδί δε γίνεται όταν σηκώνει η άλλη τα πόδια της, αλλά όταν χτυπάς κάθε πρωίτο αυγό με τη ζάχαρη, να γίνει τσικουλάτο».

Ένας φόρος τιμής, ένα φιλί σιγανό, τρυφερό, σε ένα χερί που δεγερνά, ούτε πεθαίνει, ούτε ξεχνιέται. Ποτέ. Κι ας είναι το τίμημα για τον αναπαμό της ψυχούλας τους, ένα σακί ασβέστη, κλεμμένο απ΄’ το νεκροταφείο του χωριού…

 

Συντελεστές

Δραματουργική επεξεργασία, θεατρική διασκευή, σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς

Πρωτότυπη μουσική, τραγούδια έναρξης και τέλους: Μάνος Αντωνιάδης

Παίζουν: Μαρία Γράμψα, Κική Μαυρίδου, Φανή Παλιούρα, Χριστίνα Σαμπανίκου, Δημήτρης Καρατζιάς.

 

Πολυχώρος Vault

Σκηνή Α

Μελενίκου 26, Βοτανικός

Τηλ. 2130356472

Κυριακές στις 18.15

Τιμή εισιτηρίου 10, 12 ευρώ







Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ

  Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά. Αδύνατον! Και υπάρχει, λέει,   ...