Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ΕΝΤΟΛΗ, της Διδώς Σωτηρίου


 

Η ζωή είναι προνόμιο. Ένα πλεονέκτημα που σου δίνεται και, ως τέτοιο, φέρει παράλληλα την υποχρέωσή σου να τη φέρεις εις πέρας. Φράση με πολλές αναγνώσεις, σίγουρα. Μία ανάγνωση θα μπορούσε να είναι ότι το να καταφέρεις απλά να φτάσεις στην άκρη της είναι σημαντικό, όμως όχι αντάξιο της φύσης του προνομίου.

Και ποια είναι η άκρη της, αναρωτιέμαι. Για κάποιους είναι τα βαθειά γεράματα, για κάποιους το να αποκτήσεις παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, για κάποιους το να πετύχεις επαγγελματικά, οικονομικά, κοινωνικά. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο συνδυασμός όλων των παραπάνω και ίσως και κάποιων άλλων που εδώ παραλείπονται είναι αυτό που καθιστά το προνόμιο της ζωής ευκταίον.

Η σκέψη βέβαια είναι, ποιαν άκρη αναζητά ο καθένας. Αν, για παράδειγμα, η παραπάνω περιγραφή αφορά την «έξω ακτογραμμή», τί γίνεται με τη «μέσα»; Με τις θάλασσες, τα νησιά, τα βουνά και τα φαράγγια της μέσα πλάσης; Πώς τα ταξιδεύει κάποιος τούτα τα μέρη;

Μία απάντηση είναι σίγουρα, σκέφτομαι, η γνώση. Αν γνωρίζω φοβάμαι λιγότερο, αν γνωρίζω, καταλαβαίνω περισσότερο, αν γνωρίζω, νιώθω βαθύτερα. Και για να γνωρίσω, πρέπει να μελετήσω.

Αφορμή για όλες αυτές τις σκέψεις στέκεται η «ΕΝΤΟΛΗ» της Διδώς Σωτηρίου. Αν δεν ανήκε στη λογοτεχνία, θα ‘λεγες ότι βρέθηκε στον πάτο ενός σεντουκιού, κάτω από λινά σεντόνια και μπακίρια φερμένα από εποχές άλλες. Κράτα το «άλλες».

Θα ‘λεγες ότι είναι ένα τετράδιο, ένα ντοσιέ με γράμματα και σημειώσεις που, ευτυχώς, βρήκες. Και λέω ευτυχώς, γιατί πώς να ζήσεις αν δεν γνωρίζεις την ιστορία σου; Πώς να ζήσεις καλά, αν δεν γνωρίζεις την ιστορία σου;

Και η ιστορία σου είναι η ιστορία του πόνου του τόπου σου. Των ανθρώπων που υπήρξαν για να υπάρξεις μετά και εσύ. Που αποφάσισαν, έπραξαν, δίδαξαν, έγραψαν για να μπορέσεις κι εσύ με τη σειρά σου να αποφασίσεις, να πράξεις, να διδάξεις, να γράψεις. Για να μπορέσεις κι εσύ με τη σειρά σου να ζήσεις. Να ζήσεις καλά.

Στην ΕΝΤΟΛΗ συναντάμε ανθρώπους που έζησαν καλά. Καλά, όπως αληθινά. Όπως πρέπει του ανθρώπου να ζει. Όπως, μόνο έτσι, ο άνθρωπος ζει για πάντα. Μέσα από σελίδες και κουβέντες και διαβάσματα. Να διαβάζεις και, σελίδα τη σελίδα, να κάθονται πλάι σου άνθρωποι που διαμόρφωσαν την ιστορία, τη δική σου ιστορία, για δικό σου λογαριασμό, για δικό σου χατίρι. Πώς γίνεται να μη συγκινηθείς, να μην συν – κινηθείς;

Σου είπα να κρατήσεις το «άλλες εποχές». Κράτα το. Και κοίτα γύρω σου. Και δες πώς, το «κάποτε», γίνεται «τώρα», επειδή το προνόμιο της ζωής θεωρήθηκε αυτονόητο. Και η γνώση της ιστορίας, της ιστορίας σου και μου, της ιστορίας μας, θεωρήθηκε βαρετά περιττή.

Η Σωτηρίου κάθεται πλάι σου και σου μιλά για την ιστορία σου. Τη δική σου ιστορία. Μην την αγνοήσεις. Γιατί θα είναι σαν να αγνοείς τον ίδιο σου τον εαυτό.

 

Χάρις Παρασκευοπούλου


Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Της Υποφαινομένης...


 


25.

Ξέρω πολύ καλά τι σιωπή έχει πέσει στις μέρες μου. Ξέρω, είναι πάντα εδώ, κάθε βράδυ τη γδέρνω από το δέρμα μου και κάθε πρωί με περιμένει. Λες και μαζεύτηκε σαν παλίρροια όταν εγώ ονειρευόμουν. Πιο συγκεκριμένα, όταν σε ονειρευόμουν.

Δεν είναι για χάσιμο ο καιρός κι εσύ σκισμένο φύλλο τετραδίου, απόκομμα έρωτα, προσάναμμα μνήμης. Θυμώνω τόσο που μου ‘ρχεται να διασχίσω όλη την πόλη για να ‘ρθω να σε κοιτάξω μες στα μούτρα, έτσι υποτιμητικά όπως κοιτάζουν τα παιδιά κι οι μεγάλοι γελάνε, αλλά εκείνα είναι πραγματικά τόσο θυμωμένα που είναι διατεθειμένα την άλλη στιγμή να κλαίνε στην αγκαλιά σου.

Είμαι διατεθειμένη κάθε στιγμή να κλαίω στην αγκαλιά σου.

Όχι από θυμό, μπορεί από πόνο, μπορεί από καύλα, μπορεί από τους τοίχους που δε χαμηλώνουν μια στάλα να δω ουρανό, να θυμηθώ πως είναι να ανασαίνεις, να θυμηθώ πως είναι να βουλιάζεις και να πνίγεσαι επιτέλους για λίγο, πώς είναι να πεθαίνεις.

Να θυμηθώ πως είναι να πεθαίνεις.


[photo by Ράνια Καρά]

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Σκέψεις στον απόηχο μιας επετείου....


 


6 Δεκέμβρη. 2020. Κυριακή. Απόγευμα. Ωραίο, γλυκό, από εκείνα του χειμώνα που τα θες. Που σκέφτεσαι ότι θα είναι ο κόσμος στους δρόμους και δε θα βρέχει, δε θα κάνει ψοφόκρυο, δε θα χιονίζει, δε θα ρίχνει χαλάζι.

Γιατί θα είναι ο κόσμος στους δρόμους. Εκεί κι εσύ. Στους δρόμους. Εσύ που γεννήθηκες τόσο θεωρητικό πλάσμα και προστατευμένο, όχι τίποτα αληταριά. Το πιο καλό παιδί. Και η οικογένειά σου δεν είχε μπλεξίματα και ιστορίες. Και έτσι σε μεγάλωσαν κιόλας. Με ησυχία και ταπεινότητα. Και όσο λιγότερο φαίνεσαι κι ακούγεσαι, τόσο το καλύτερο. Για σένα, για εκείνους.

«Του φοβισμένου η μάνα ποτέ δεν κλαίει», λέει η παροιμία.

Υπάρχει άραγε μάνα που ποτέ δεν κλαίει; Αναρωτιέμαι. Πάντως υπάρχουν κάποιες μάνες, που όλοι ξέρουμε ότι έχουν κλάψει. Και, έτσι νιώθω δηλαδή, αν είχαν να διαλέξουν, θα διάλεγαν να μην έχουν κλάψει.

Και μετά σκέφτομαι μια άλλη φράση που λέει πως «οι δρόμοι δεν είναι για όλους». Που οι δρόμοι για τους όλους φτιάχτηκαν, όχι; Να περπατάνε, να πηγαίνουν στη δουλειά, να βολτάρουν, να χαζεύουν βιτρίνες, να πηγαίνουν τα παιδιά στο σχολείο, στο φροντιστήριο, άντε πάλι τα παιδιά ανάμεσα στις λέξεις.

Θυμάμαι που, όταν ήμουν νέα, στις πορείες και στις διαδηλώσεις, ένιωθα ρε παιδάκι μου πιο ψηλή, σαν η φωνή που έβγαινε να με μεγάλωνε, άλλη μάνα κι αυτή, κι αυτή με κλάματα στα μάτια. Εκεί ήταν που αποφάσισα ότι οι δρόμοι είναι και για να μεγαλώνεις βήμα το βήμα.

Φέτος στους δρόμους είδα πολλούς συνομήλικους και πολλούς νεότερους και πολλούς πιο μεγάλους. Φέτος που, να πεις, δεν επιτρεπόταν κιόλας. Άκου τώρα αντίφαση. Κι εκεί που θυμώνω και φουρκίζομαι με τη βολεψιά μας, εκεί χαμογελώ και νιώθω να ανήκω. Τί λέξη κι αυτή! Να ανήκω.

Αυτό που είσαι σπίτι σου και αμέσως μετά νιώθεις πως έχεις μια φαμίλια που ούτε την είχες φανταστεί. Εκεί πάλι ο δρόμος, να αγκαλιάζεσαι με αγνώστους, να κλαίτε έτσι αγκαλιασμένοι, να τσούζουν τα μάτια και να έρχεται ο άγνωστος να σου ψεκάζει μαλόξ, να περάσει το τσούξιμο.

Ο άγνωστος συγγενής. Σου.

Και μετά, πάντα η ίδια σκέψη. Πώς κάποιος, αποφασίζει να μην ανήκει σε τέτοια φαμίλια; Πώς επιλέγει να είναι μόνος από την άλλη; Άκου τώρα πώς μου ‘ρχεται, πάντα η ίδια σκέψη όμως. Η φαμίλια μου, όλοι άλλα αντί άλλων, άλλες ηλικίες, μαλλιά, ρούχα, παπούτσια, φάτσες. Κι από την άλλη κάτι κάποιοι, ίδια μαλλιά, ρούχα, παπούτσια. Ηλικίες και φάτσες δεν ξέρω να σου πω, τα κρύβουν.

Δεν ξέρω, δεν ξέρω.

Δεν είσαι ήρωας όταν υψώνεις γροθιά και φωνάζεις για το δίκιο. Δεν είσαι ήρωας όταν αποφασίζεις να μην κάτσεις στον καναπέ, κυριολεκτικό και μεταφορικό, αλλά να μιλήσεις και να μην καταπίνεις τα δόντια σου. Δεν είσαι ήρωας όταν ξανοίγεις το μάτι, να διαβάσεις, να μάθεις, να κουβεντιάσεις, να μη μείνεις βουβός και χαζός και μόνος. Δεν είσαι ήρωας όταν αντιλαμβάνεσαι ότι ο δρόμος είναι εκεί για να περπατιέται και κάθε που κλείνεσαι σπίτι σου από φόβο, αυτός κλείνει μέσα στα μούτρα σου.

Οι φράσεις στριμώχνονται στο μυαλό μου. Διαλέγω μία που δεν είναι δική μου, αλλά πολύ θα ήθελα να ήταν. Από την «Εντολή» της Σωτηρίου.

«Από την ώρα που το βάρβαρο χέρι του φασισμού, ντόπιου και ξένου, άρπαξε απ’ τα μαλλιά την Ελλάδα και τη σβούριζε στο χάος, εκεί σε κάποιο μετερίζι αντίστασης ήμουνα κι εγώ με την αντιηρωική ύπαρξή μου».

Χάρις Παρασκευοπούλου

Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ

  Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά. Αδύνατον! Και υπάρχει, λέει,   ...