Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Της Υποφαινομένης, αρ. 95

 


Θα την πω, μια απαλή, αέρινη, σχεδόν χωρίς κανένα χρώμα, κουρτίνα, που χορεύει στον άνεμο.

Ξάφνου, από πού ακούγονται όλα αυτά τα πουλιά, αόρατα πουλιά, και κύματα, τόσα δα κύματα, λίγο, τόσο όσο να κυλούνε πάνω στα νερά.

Ολόφωτος όλος ο κόσμος, πότε πόλεμοι και πότε γιορτές κι αυτό το βλέμμα μου να μην ξεκολλά από το τίποτα.

Της μιλώ και νιώθω τη σιγουριά του καφέ που αχνίζει και της ομίχλης που πυκνώνει. Θα πρέπει, κάποτε, να κλείσω το παράθυρο, αλλιώς θα τη χάσω από τα μάτια μου.

Μικρές λέξεις, διστάζει ή διαπραγματεύεται μια σκέψη; Οι ιστορίες της λέγονται πριν αποκτήσουν ήχο, από τα χέρια της λέγονται, έτσι όπως τινάζει τη στάχτη που ρίχνω επάνω μου, καπνίζοντας, σχεδόν χωρίς να με ακουμπά.

Επάνω στο τραπέζι, ανάμεσα στα φλιτζάνια, ένα όνειρο, το όνειρό της. Τυλιγμένο σε λεπτό, κατάλευκο σεμεδάκι. Μου έφερε το όνειρό της να μου το δείξει. Κι άλλη ομίχλη, κι άλλα πουλιά, κι άλλα κύματα.

Μόνο η κουρτίνα μένει αναλλοίωτη από όλον αυτόν τον πανικό, να λικνίζεται, σχεδόν μουσικά, σχεδόν επίτηδες. Παιχνίδια του μυαλού μου, ίσα να ελπίσω πως ο κόσμος μπορεί να είναι και τέτοιος, μπορεί να χωράει και μια τέτοια πόλη, τόσο ήσυχη και τόσο ένδοξη, με τα καρποφόρα δέντρα της και τα χαμηλά σπίτια με τις αναμμένες καμινάδες και τα χλοερά κατώφλια.

Δεν ήθελα να τη χαιρετήσω, αλλά έπρεπε. Έπρεπε να φύγω, με περίμεναν τα παζάρια και οι ζητιάνοι με τα χέρια απλωμένα και τις ψεύτικες ευχές στους δρόμους τους γεμάτους λάσπη.

Θα μπορούσα να ελπίσω να είναι φίλη ή αδελφή μου. Ή έστω, να με αφήνει που και που να τραβάω την κουρτίνα για να ανασαίνω.

Ας ανθίζει σα ρόδο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σκέψεις

Της Υποφαινομένης, αρ. 95

  Θα την πω, μια απαλή, αέρινη, σχεδόν χωρίς κανένα χρώμα, κουρτίνα, που χορεύει στον άνεμο. Ξάφνου, από πού ακούγονται όλα αυτά τα πουλιά...