Είναι εκεί, το βλέπω. Στο πάτωμα.
Δεν ήθελα να συμβεί αυτό, δεν το έκανα επίτηδες. Αλλά έγινε. Μπορεί μια τυχαία
κίνηση, μια άτυχη στιγμή, η κακιά η ώρα, δεν ξέρω. Ξέρω ότι έγινε και τώρα
είναι εκεί.
Φαίνεται τόσο μόνο εκεί
κάτω, τόσο αθώο, τόσο μόνο, αυτό εκεί κι εγώ εδώ. Τόσο μόνη. Δεν έχω πολλές εναλλακτικές.
Μια τόση δα λιμνούλα γάλα
στο πάτωμα της κουζίνας. Πριν λίγο, τόσο λίγο πριν αποτελούσε μια απόλαυση, ένα
χάρμα. Ένα λαχταριστό, υπέροχο, ολόφρεσκο ποτήρι γάλα. Πώς έγινε και
μετατράπηκε σε τούτο το σωρό από γάλα και γυαλιά στο πάτωμα, δεν ξέρω. Άρκεσε μόνο
μια στιγμή.
Δεν έχω πολλές εναλλακτικές,
στο είπα. Ή που θα σκύψω κάτω και θα αρχίσω να γλύφω – κρίμα τόσο ωραίο γάλα να
πάει χαμένο, είναι αργά, έκλεισε το μαγαζάκι στη γωνία, δεν έχει άλλο, δεν έχω
άλλο, θα μου πεις, θα κόψεις τη γλώσσα σου, θα αρρωστήσεις, το πάτωμα είναι
βρώμικο, είναι γεμάτο γυαλιά, τρίχες, πριν δυο λεπτά περπάτησες αυτό ακριβώς το
σημείο με τα παπούτσια σου, ήσουν στο δρόμο πριν από μια στιγμή, τώρα όλος ο
δρόμος είναι πάνω στο πάτωμα της κουζίνας και από πάνω του το γάλα, ή που θα
σκύψω λοιπόν και θα το γλύψω.
Ή που θα πάρω ένα πανί και
θα το μαζέψω. Πολύ προσεκτικά θα το μαζέψω και θα το στύψω. Θα το στύψω πολύ προσεκτικά
σε ένα καινούριο, άσπαστο ποτήρι. Και μετά θα το πιω – κρίμα τόσο ωραίο γάλα να
πάει χαμένο, είναι αργά, έκλεισε το μαγαζάκι στη γωνία, δεν έχει άλλο, δεν έχω
άλλο. Αλλά και πάλι τα γυαλιά, και πάλι οι τρίχες, και πάλι ο δρόμος. Κι ας είναι
το καινούριο ποτήρι εκεί. Κι ας φαίνεται ολόλευκο το γάλα. Είναι;
Δεν έχω πολλές εναλλακτικές.
Σηκώνομαι. Μπαλκόνι,
κουβάς, σφουγγαρίστρα. Νερό, πολύ νερό και καθαριστικό πατώματος. Μυρίζει
ωραία. Δεν κολλάει πια. Σε λίγο ξημερώνει. Θα ανοίξει και το μαγαζί.
