Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Τα καραντινιασμένα - 4


 


Αγαπητό μου πόδι,

Μη μου λες ότι πέρασαν μέρες, γιατί δεν πέρασαν. Δηλαδή, κι αν πέρασαν με το γάλα και το γιαούρτι τις μετράω. Από πότε λήγουν πάει να πει. Τί δεν καταλαβαίνεις; Θα με πεις, πόδι είσαι, πού να καταλάβεις εσύ από γάλατα και γιαούρτια. Πού μια χαρά θα καταλάβαινες αν ήταν όντως γάλατα και γιαούρτια κι όχι κάτι ξεπλύματα άσπρα, δήθεν τάχαμου γάλατα και γιαούρτια. Γιατί αν ήταν καλά, δηλαδή κανονικά, εσύ δεν θα έσπαγες πουλάκι μου, πονεμένο μου, γλυκό μου.

Γιατί θα είχες ασβέστιο. Και το ασβέστιο προστατεύει τα κόκκαλα από το να σπάνε και να γεμίζει η πόλη γύψους. Που και ο γύψος με ασβέστη μοιάζει. Που μοιάζει με το ασβέστιο. Άρα γι’ αυτό τον βάζουν στα πονεμένα και σπασμένα ποδαράκια σαν και του λόγου σου. Που κι αλλού τον βάζουν αλλά εσύ είσαι το θέμα μου.

Τον βάζουν και στα γλυκά του κουταλιού. Τον ασβέστη, όχι τον γύψο. Κάνεις ένα γλυκό κολοκύθι κι ένα βερίκοκο, να γλύφεις και τα δάχτυλά σου. Άμα βάλεις γύψο δεν θα μπορείς να κουνήσεις, οπότε δεν θα εκτιμήσεις και το γλυκό. Που χάλια θα γίνει. Με το γύψο, όχι με τον ασβέστη.

Τέλος πάντων.

Είπα ασβέστη και μετά είπα γύψο και θυμήθηκα που έχουμε Χούντα. Δηλαδή δεν το λέμε Χούντα γιατί είμαστε πολύ του καθωσπρέπει, αλλά Χούντα έχουμε. Γιατί τότε έλεγαν του κοσμάκη όλα τα κακορίμπαλα και τον έβαζαν να τα κάνει.

Παράδειγμα. Έλεγαν ότι απαγορεύεται η κυκλοφορία «περί την Δύσιν του Ηλίου», έκλεισαν και τα σχολειά και απαγορευόταν κιόλας οι συγκεντρώσεις των τριών ατόμων σε ανοιχτό και των πέντε ατόμων σε κλειστό χώρο.

Κάτι σε θυμίζει, όχι;

Μόνο στην εκκλησία κάναν σκόντο γιατί έλα να τα βάλεις με τον θεούλη, δηλαδή όχι με τον ίδιο γιατί δεν προβλέπεται αλλά με τους εκπροσώπους του επί της γης. Αλλά αυτά θα σε τα πω άλλη φορά.

Λοιπόν, στη δικιά μας, τη Χούντα ντε, τα ίδια αλλά στο πιο ντεφιλέ του. Λένε, για να σε δώκω να καταλάβεις, να βγεις, αλλά με μέτρο. 1,5 για την ακρίβεια. Κι ενώ πριν δεν μπορούσα να μετρήσω παρά με τις απαλάμες, ξέρω τώρα να σε πω πόσο είναι το 1,5 μέτρο σε δυο δευτερόλεπτα κι ούτε βλέφαρο δεν κουνιέται. Όχι που μου έλεγε εμένα ο Θανασάκης για τα είκοσι εκατοστά…. Όλοι οι μύθοι σιγά – σιγά καταρρίπτονται και οι ιστορικές αλήθειες ξεσκεπάζονται Θανασάκη…

Κι άμα βγεις, για λίγο να βγεις και μέχρι τις 9 να είσαι μέσα. Ούτε η μάνα μου. Που κι αυτή 9 μου έλεγε να γυρνάω από τα σοκάκια αλλά όταν αργούσα, άντε κανένα γρύλισμα, μια φορά μου τράβηξε και την κοτσίδα. Αλλά 300 ευρώ δεν με έβαλε να πληρώσω ποτέ. Το δίκιο θα το πω. Μια φορά μόνο που έσπασα ένα τασάκι της κυρά Λίτσας της γειτόνισσας γιατί εκείνες έπιναν καφέ κι εγώ έπαιζα μπακάλικο και το έσπασα. Με έβαλε και το πλήρωσα από το χαρτζιλίκι μου, ακόμα το θυμάμαι. Και έφαγα και ξύλο όταν γυρίσαμε σπίτι.

Τέλος πάντων.

Δηλαδή, τί σημασία έχει να γυρίσουμε 9 ή 10 ή 11; Να μη μαζεύεστε λέει και κολλάτε ο ένας από τον άλλον. Που άμα θέλω να κολλήσω δεν μπορώ να κολλήσω μεσημεριάτικο, πρέπει να είναι το μαύρο το μεσάνυχτο. Πού στην πρώτη καραντίνα, γιατί τώρα είμαστε στη δεύτερη, δεν κινούνταν ούτε μύγα και τώρα το πάμε σορολόπ φτάνει να μην έχει πάει 9.

Εγώ αυτά δεν τα καταλαβαίνω. Κάνε, λέει, πρωτοχρονιά το μεσημέρι κι όχι το βράδυ. Το βράδυ κολλάει. Και μέχρι 9 άτομα. Νάτο πάλι το 9. Μπαμ το τασάκι, θρύψαλα, πάει το χαρτζιλίκι.

 

Κούλα Κούτσαβλου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σκέψεις

Της Υποφαινομένης, αρ. 95

  Θα την πω, μια απαλή, αέρινη, σχεδόν χωρίς κανένα χρώμα, κουρτίνα, που χορεύει στον άνεμο. Ξάφνου, από πού ακούγονται όλα αυτά τα πουλιά...