Τέτοια μέρα, μικράκι πράμα ήμουν, γινόταν χαμός. Στο σπίτι ερχόταν κόσμος και ντουνιάς, φασαρία, φωνές, γέλια, αγκαλιές, αχ, αυτές οι αγκαλιές....
Συνήθως η μέρα ξεκινούσε με γκρίνια, ξενυχτούσαμε το προηγούμενο βράδυ, γιορτή το ξενύχτι τότε, πώς έρχονται από τόσο πρωί, ποιό πρωί, γιαβρί μου, μεσημέρι έπιασε, άντε, σήκω να 'ρθεις μέσα που σε ζητάνε.
Και σηκωνόμουν, ζάρες στα μάγουλα από το μαξιλάρι, το ένα μπατζάκι της πιτζάμας σηκωμένο στο γόνατο, τα μούτρα μέχρι το πάτωμα.
"Αχ να γινόταν να εξαφανίζονταν όλοι, να γινόταν να ξυπνούσα και να είχε απόλυτη ησυχία, τίποτα να μην ακουγόταν..."
Το τραπέζι στρωμένο, τα πιάτα μια μπάντα μόνα τους και μια στο τρανζίστορ, δύο.
"Πάρε αρνάκι"
"Πατάτες πάρε, δώσε από εκεί τις πατάτες, δε φτάνει ο Άγγελος, λουκούμι έγιναν"
"μη μου αφήσετε τη σαλάτα αφάγωτη"
"Ελάτε να τσουγκρίσουμε αυγουλάκια"
Τσουγκρίσαμε.
Η γιαγιά Χαρίκλεια έλαμπε από χαρά τέτοια μέρα. Τρεις μέρες ετοίμαζε. Θα 'ρθουν και τα παιδιά από την Αθήνα. Και δος του να σπρώχνει τα πιάτα προς το μέρος μας.
Χωρατά, πειράγματα, κρασάκι, κόκκινα μάγουλα, κόκκινες οι άκρες των δαχτύλων από την Πέμπτη, "καλά, τί βάζουν μέσα σ' αυτές τις βαφές και δεν ξεβάφουν από τα χέρια", "πότισε το αυγό μου", "φάε, φάε, τρώγεται, μια χαρά είναι".
Σινιάλο να βγούμε για τσιγάρο. Της παρανομίας.
"Μου έπεσε ένα πιρούνι στο δρόμο".
Η παρανομία να μετριέται με γόπες. Σβηστές.
Να έχεις είκοσι άτομα μπροστά σου και περνώντας με την πιατέλα στο χέρι να ψιθυρίζεις "τίποτα δεν έφαγες, για ποιον μαγείρεψα εγώ; Έλα Γιώργο μου γιατί αν περιμένω να εκτιμήσουν αυτά, με το περίμενε θα μείνω, Χαρούλα,μου μην τρως ψωμί, φαΐ φάγε!"
Και φιλιά, πολλά φιλιά. Στο έμπα, στην ευχή, στο έβγα. Και μετά να μένουμε οι λίγοι πολύ δικοί και να σου τρίβω τα πόδια και να σε φιλάω στα μαλλάκια και να ξεκαρδίζεσαι από τα γέλια "αχ, τζιέρι μου, χαλάλι ο κόπος, ωραίο να τρώνε οι άνθρωποι από τα χέρια σου"...
....
Σήμερα είχε πάρα πολλή ησυχία. Φύτεψα και δυο λουλουδάκια, δεν ήξερα τί να κάνω με τόση ησυχία.
Θυμήθηκα την ποδιά σου. Δεν την έβγαζες όλη μέρα. Μια φορά σου έφερα από κάποιο ταξίδι μια ποδιά όμορφη, με το δέσιμο στο λαιμό, να μη λερώνεις τις μπλούζες σου.
Την άνοιξες, την είδες, τη φίλησες, φίλησες εμένα και μου είπες "πολύ όμορφη κόρη μου μα, σαν μαγειρεύει η νοικοκυρά, θα πρέπει η καρδιά της να είναι ανοιχτή". Τη φορούσες μόνο όταν ερχόμουν Σαλονίκη. "Να με δει το παιδί να τη φορώ, μη νομίσει πως δε μετράει".
Μετράω. Μέρες, χρόνια, βλέμματα, χαμόγελα, αγκαλιές, φιλιά. Φιλιά. Της αγάπης σημάδια. Ανεξίτηλα.
Γιαγιά μου, λένε πως είμαι καλή με τις λέξεις, αλλά δεν ξέρουν. Γιατί τόσα χρόνια δεν τη βρήκα τη ρημάδα τη λέξη που να δείχνει πώς ζεις μέσα μου. Ολοζώντανη, με τα χέρια μέσα στα ζυμάρια, με την καρδιά μέσα στις ανθισμένες πασχαλιές.
Σου κρατώ ένα γλυκό φιλί και μια αγκαλιά από εκείνες με τα υψωμένα χέρια.Και μια λέξη, άγουρη ακόμα, αλλά δική μου και δική σου. Μου λείπεις σαν Άνοιξη και σαν γιορτή.
Έλα μια στάλα και μην κάνεις τίποτα. Κάτσε στην καρέκλα με την ποδιά σου μόνο. Εγώ θα μαγειρέψω. Εγώ θα στρώσω. Εγώ θα σερβίρω και θα τους λέω να φάνε και να πιούνε κι εγώ θα τους μαλώνω που τίποτα δεν τρώνε. Κι έπειτα λίγο να κάτσω κοντά σου, να μυρίσω ξανά τα μαλλάκια σου που μυρίζουν κολώνια λεμόνι και πράσινο σαπούνι. Εγώ όλα. Μόνο έλα. Έστω για λίγο.
Η εγγονή σου
Χαρούλα
photo by Ράνια Καρά
Συγχαρητήρια!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟτι συγκινητικότερο έχω διαβάσει! Ποτισμένη νοσταλγία μέσα σε γραφές ψυχής.....!! Εύγε! Λέξη και μνήμη, μελάνη και χρώμα!! Συγκίνηση απόλυτη!