Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

Της Βανέσσας


 

Ξέρεις τί;

Θα ‘θελα να ‘σουν παιδί μου. Σε κρύβω μήνες ολόκληρους μέσα μου, κανένας δεν ξέρει με τί μοιάζεις, πουθενά, πουθενά δεν λέω αν είσαι αγόρι ή κορίτσι, «το θαύμα μου», έτσι λέω, κι όλα για σένα τα καλύτερα φυλάω σε σεντούκια, να τα ‘βρεις σαν που θα βγεις στον άπληστο κόσμο.

Κι ούτε που υπολογίζω τον πόνο να σε μοιραστώ με το φως, να, μια μικρή σταλίτσα πόνος, ούτε που τον θυμάμαι μια στιγμή αργότερα. Μόνο χίλιες στιγμές ευτυχίας, σε κρατάω αγκαλιά, μια γελάς και μια κλαις, ερωτεύεσαι, γονατίζεις και δίνεις μια και σηκώνεσαι, εσύ, «το θαύμα μου».

Και ξέρεις και κάτι άλλο;

Θα ‘θελα να ‘σουν το φιλαράκι μου. Στο προαύλιο του σχολείου, δες μας, ένα κουλούρι στα δύο, μαζεύω τα σουσάμια απ’ τη μπλούζα σου, χαζοί διάλογοι στο τετράδιο της γεωμετρίας την ώρα του μαθήματος. «Περνά – περνά η μέλισσα…»

Τσιμπιόμαστε κάτω από το θρανίο και μιλάμε ώρες στο τηλέφωνο για το απολύτως τίποτα, που όμως είναι απόλυτη ανάγκη να το πούμε. Είναι, δεν είναι; Απόλυτη ανάγκη, πες, δεν είναι;

Το πρώτο μας τσιγάρο, το πρώτο μας μεθύσι, τα πρώτα ξερατά στη μέση του δρόμου, μου κρατάς το κεφάλι και δε σιχαίνεσαι κι εγώ ξέρω πως όλα θα πάνε καλά γιατί το είπες εσύ. Το είπες. Ότι θα πάνε όλα καλά. Όλα.

Και ξέρεις και κάτι άλλο;

Θα ‘θελα να ‘σουν αδέρφι μου. Ίδιο αίμα, εσύ λες κι εγώ ακούω, χιλιόμετρα μακριά και σημασία καμία. Τίποτα δεν υπάρχει αν δεν στο πω, τα μυστικά μου κρυμμένα στη τσέπη σου.

Μοιρασμένη στα δυο σοκολάτα οι μέρες μας, στην αρχή γκρινιάζω που δική μου είναι και πρέπει μαζί σου να τη μοιραστώ κι έπειτα σκουπίδι μοιάζει αν δε μετρήσουμε τα κομματάκια να δούμε πόσα αναλογούν σε μένα και πόσα σε σένα. «Εγώ κι εσύ μαζί…»

Και μπαίνεις μπροστά κάθε που μπλέκω και παίρνεις το μέρος μου ακόμα κι όταν έχω άδικο. Και βάζω πλάτη, όταν οι μέρες σου αιμορραγούν και η καρδιά σου πνίγεται και μ’ ένα πλαστικό σπαστό ποτηράκι αδειάζω με μανία το αίμα για να πάρεις ανάσα. Ίδιο αίμα, εσύ κι εγώ.

Και ξέρεις και κάτι άλλο;

Θα ‘θελα μάνα μου να είσαι. Μάνα ρε, μάνα, στο γέλιο και στο δάκρυ μου σπαρταρά η καρδιά σου και δευτερόλεπτο ένα δεν υπάρχει που δεν περνώ απ’ την ψυχή σου εγκάρσια.

Με τη φωνή σου μετράω τα όνειρα και στα χέρια σου κρύβομαι απ’ όλου του κόσμου τις γκριμάτσες. Κομμάτι – κομμάτι συμπληρώνεις ό,τι μέχρι το τέλος μου θα κουβαλώ. Και φοβάσαι, φοβάσαι κάθε λεπτό που ζω ότι δεν θα προλάβεις να τα προλάβεις όλα πριν φτάσουν σε μένα. Και μόλις φτάσουν να σκύβεις πάνω μου μ’ αυτή τη φωνή σου που όλα τα άσχημα διώχνει κι όλα τα κάμει να μοιάζουν βελούδινα.

Κι ας είναι η ράχη σου γεμάτη αγκάθια, το στέρνο σου ολόδροσο και τρυφερό, «μια ωραία πεταλούδα…»

Και γύρω, παντού χρυσόσκονη που κυλάει από τα χέρια σου και δεν σώνεται ποτέ, μ’ ακούς, ποτέ.

Ακούς;

Ακούς σπλάχνο μου;

Ακούς τακίμι μου;

Ακούς αίμα μου;

Ακούς μανούλα μου;

Ακούς;

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σκέψεις

Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ

  Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά. Αδύνατον! Και υπάρχει, λέει,   ...