Αγαπητό μου πόδι,
εγώ δεν ξέρω τί έγινε. Μπροστά δεν
ήμουν. Αυτό που ξέρω είναι ότι άκουσα τη φίλη μου διαλυμένη. Δ ι α λ υ μ έ ν η.
Να μου διηγείται ότι τη
διαπόμπευσαν, ότι ακούστηκαν λέξεις όπως "βρωμιάρα", φράσεις όπως
"μπάζεις τον έναν και τον άλλο στο σπίτι σου", και ότι όλα αυτά
έλαβαν χώρα στη μέση του δρόμου, έναν δρόμο που μένει όλη της τη ζωή, σε έναν
δρόμο όπου ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε, χώρισε, μεγάλωσε το παιδί της μόνη
ολομόναχη, γύρισε άπειρες φορές κομμάτια από τη δουλειά, φύτεψε ένα λουλουδάκι,
ξαναερωτεύτηκε, μαγείρεψε, έβαλε σκούπα, γέλασε με την καρδιά της, έπεσε στα
πατώματα κλαίγοντας, ξανασηκώθηκε, ξαναέπεσε. Σε αυτόν τον δρόμο.
Τον έχω περπατήσει αυτό το δρόμο.
Με γλυκά στο χέρι, με ταπεράκια φεύγοντας, με λουλούδια, φωνάζοντας από μακριά «άνοιξε
καλέεεε». Τον έχω περπατήσει κρατώντας το χέρι της κόρης μου, αγκαλιά με
φίλους, αγκαλιά με το γιο της.
Αγκαλιά. Κρατημένη από το χέρι.
Ε, αυτόν τον ίδιο δρόμο, κάπως
εμπόδισε τις προάλλες. Κι έγινε το μάλε βράσε. Γιατί, να μην είσαι βρωμιάρα και
καριόλα που πηδιέται από εδώ κι από ‘κει, να τον εμποδίσεις το δρόμο, όχι μία,
χίλιες φορές. Και θα βγω και με το χαμόγελο, να τον εμποδίσω κι εγώ μαζί σου. Αλλά
όχι να είσαι του σχοινιού και του παλουκιού και να μας κλείνεις και το δρόμο,
νοικοκυραίους αθρώπους. Κάπου ώπα δηλαδή.
ΚΑΠΟΥ ΩΠΑ!!!
Γιατί αν είσαι ακατανόμαστη, που
δεν ήξερες να κρατήσεις το σπίτι σου κι ας σε έπιανε από το λαιμό το χτήνος το
δίποδο κι ας ήσουν δυστυχισμένη, - τί πάει να πει; - αν είσαι ακατανόμαστη το
λοιπόν, μου χαλάς τη μόστρα. Συνεπώς και το δρόμο, τον πάναγνο, τον φτιαγμένο
μόνο για να πατούν οι ευλογημένοι, οι εσαεί με το κούτελο στα ουράνια, αυτοί
που την οικογένειά τους την έχουν κορώνα στο κεφάλι τους.
Έρχεσαι το λοιπόν και φέρνεις τα
ύστερα του κόσμου. Και δεν κρατιέμαι ο επιούσιος, έρχεται και μου ανεβαίνει το
αίμα στην κλάβα. Άντε, να μην ανοίξω το στόμα μου. Που αν το ανοίξω δε σε
ξεπλένουν δυο ποτάμια.
Τελικά, το άνοιξε. Γιατί, έτσι
είναι ο τσαμπουκάς. Ο ωραίος, ο παντελονάτος. Το άνοιξε και βγήκε τσάρκα όλη η
σηπτική δεξαμενή, τη λες και βόθρο, στο χωριό μου πάντως, σκατομαζώχτρα τη
λέγανε. Αφού δεν τις άρπαξες κιόλας, καλά να λες. Και ήρθαν προς βοήθειά μου
και άλλοι με τα παντελόνια φουσκωμένα από τεστοστερόνη και με τις γαϊδουροφωνάρες
τους. Και στα είπα όλα αυτά για να μαζευτείς και να έρθεις στον ίσιο το δρόμο.
Εγώ για το καλό σου στα είπα. Γιατί προκαλείς, παραδέξου το. Που αντί να με
ευχαριστήσεις και να καταλάβεις ότι έχεις ξεστρατίσει, πας και συγχύζεσαι…
…
Και να το ‘χω το κορίτσι στο
ντελέφωνο, να μου εξηγεί ότι το σέβεται το σπίτι της και να κλαίει και να το
βλέπω μπροστά μου το φουστανάκι της ψυχούλας της κουρελιασμένο, κομμάτια, να
και το μαλλί μαδημένο, της ψυχής της σε λέω τζάνεμ’, το κατακόκκινο μαλλάκι της
το πανέμορφο.
Ένα ζωάκι άκουγα. Τρομαγμένο, σε
μια γωνιά, εκεί, στριμωγμένο.
Και σκεφτόμουν, όλα καλώς καμωμένα
βρε αλήτες, τίποτα δε λογαριάσατε γιατί πού να τη βρείτε την τσίπα, εκείνη τη
μουριά της τη φουντωμένη στην αυλή της που φωνάζει αγάπη, δεν την ντραπήκατε;
Αυτή, μπρε ρεμάλια, αυτή θα θυμάται κι εσάς και τις πομπές σας.
Δεν είσαι μόνη, φιλεναδίτσα μου.
Κι αν δρόμος φαντάζει κάπως φοβιστικός τώρα, πολύ σύντομα θα γεμίσει και πάλι
ανθάκια από τη βουκαμβίλια σου. Και οι βουκαμβίλιες κι αν είναι φοβιστικές. Και
μοβόρες. Αυτό να θυμούνται….
Κούλα Κούτσαβλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σκέψεις