69.
Λοιπόν, ξέρεις τί
πεθύμησα; Ένα άγγιγμα παλιακό, από την Πλειστόκαινο ξέρω γω, δειλό κι ανέντιμο.
Στον εκατοστό όροφο, λέει και να φυσάει δαιμονισμένα και να παρακαλάω για έναν
κεραυνό για να φοβηθώ επιτέλους κάτι. Και να μιλάω για σκιές και φαντάσματα σαν
να τα πιστεύω, μπας και αλλάξει κάτι και σταματήσω να πλήττω θανάσιμα.
Είναι αλήθεια, πιο πολύ
θρηνώ που βιάζεσαι να μπεις μέσα μου, λες και είμαι εγώ που θα κρύψω την ήττα
σου ανάμεσα στα πόδια μου. Με ποιαν λαχταράς να μοιάσω σήμερα; Με τη μανούλα,
την κορούλα ή τη γυναίκα σου; Ή μήπως με εκείνη τη δασκάλα στο σχολείο που σε
κρατούσε ξύπνιο τις έφηβες νύχτες σου;
Τί να βάλω για να μη
φοβάσαι, κάτι κοντό ίσως, να βγάλω λίγο μπουτάκι, λίγο βυζάκι, λίγο κωλαράκι ή,
καλύτερα ακόμα, κάτι μακρύ με σκίσιμο, να οργιάζει ο νους, να φαντασιωθείς και
να φτιαχτείς και αχ, πώς σε τυραννάω έτσι και τί καριολάκι μπορώ να γίνω άμα
θέλω;
Και να σου κάνω και νάζια
και ακκίσματα και κραυγούλες κι αναστεναγμούς, πόσο όλα εσύ τα ξέρεις και όλα
εσύ τα μπορείς και αχ, μη, μας βλέπει ο κόσμος και, ναι, αχ, πόσο σκληρός είσαι
και τί μεγάλη πούτσα, με τρομάζεις, αλλά έλα, αλλά όχι, αλλά ναι….
Ένα άγγιγμα θα έφτανε. Όχι
σε μένα ρε, όχι σε μένα.
Στη δυστυχή σκιά σου.
Μαζεύτηκαν σύννεφα. Κουμπώσου
και σύρε να κλάψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σκέψεις