Τρίτη 8 Αυγούστου 2023

ένα μαζί...





 Τελικά, αυτό το κορίτσι πολύ το γουστάρω. Στο παρελθόν, η αλήθεια είναι ότι είχαμε τα προβλήματά μας, κυρίως με τη σιωπή της. Αυτή η σιωπή της με τρέλαινε. Θυμάμαι πολλές φορές που ρωτούσα και ρωτούσα κι εκείνη, έσκυβε στην τσάντα της, στην τσέπη της, να βρει τον καπνό, να στρίψει, να ανάψει. Πρώτη τζούρα κι έπειτα αλλαγή θέματος, "πήρε να βραδιάζει νωρίς"...

Με τον καιρό κατάλαβα πώς το να ζω μαζί της θα σήμαινε να καταλάβω και τη σιωπή της. Δεν είναι ότι δε μιλούσε ποτέ. Κάποιες φορές μάλιστα, μπορεί κάποιος να την έλεγε και φλύαρη. Αλλά ποτέ για τα βαθιά της. Τα σκοτεινά της νερά ήταν πάντα μακριά από του κόσμου το βλέμμα. Ακόμα είναι. Αγαπά πολύ να βυθίζεται εκεί κάποιες ώρες μόνες, είναι δικά της αυτά τα νερά, τους μιλά κι εκείνα είναι εκεί, το σταθερό της σημείο.
Σήμερα την παρατηρούσα σαν ξύπνησε. Σαν να μην ήθελε να ξυπνήσει, σαν να μην ήθελε να αφήσει αυτό το όνειρο που από το απόγευμα την τυρρανούσε. Το έβλεπε ξύπνια, το επανέλαβε στον ύπνο της. Ένα κατακόκκινο όνειρο, γεμάτο ένταση, από αυτά που παρακαλάς να δεις. Θες οι λέξεις που διάβασε πριν να κοιμηθεί, μπορεί, θες οι σκέψεις της τον τελευταίο καιρό, δεν ήθελε να ξυπνήσει, έπρεπε όμως.
Έπρεπε να βγει για δουλειές. Σιχαίνεται να βγαίνει έξω το πρωί με ζέστη, είναι του χειμώνα Κόρη, σιχαίνεται και τα πρέπει και σήμερα τα δυο στεκόταν μπροστά της. ένα πρέπει, το πρωί, με ζέστη.
Με το που έφτασε στη στάση, είδε το λεωφορείο να φεύγει. "Δε γαμιέται, θα το πάω με τα πόδια". Της αρέσει το κέντρο, της αρέσει να βλέπει τους ανθρώπους, αγαπά τους ανθρώπους, θέλει να βρίσκεται ανάμεσά τους. Όχι πάντα, αλλά πολλές φορές. Περπατούσε και κοιτούσε, βιτρίνες, πρόσωπα, χρώματα, πρόσωπα, ήχοι της πόλης, το βραδινό όνειρο, πρόσωπα...
Και τότε συνέβη. Σαν να είχε πιει δυο μπουκάλια τεκίλα, από εκείνες τις νιότης της, άρχισε να τα βλέπει όλα διπλά. Όλα. Διπλά. Έκανε ένα βήμα, το κατάλαβε σαν τρία. Ένιωσε να παραπατάει.
"Ώπα! μαλακία γίνεται τώρα...."
Πιάστηκε από ένα κολωνάκι στην άκρη του δρόμου. Στα δυο μέτρα μια πολυκατοικία. "Να κάτσω". Κάθησε. "Δεν πήρα νερό μαζί μου, να πάρω τηλέφωνο, ποιον να πάρω τηλέφωνο, κάνει ζέστη, έχει ήλιο, κι αν σωριαστώ; μαμά; μπαμπά; καμιά απάντηση, δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν, Άγγελέ μου, αχ Άγγελέ μου θυμάσαι τη διπλωπία στο νοσοκομείο; κι εσύ φοβόσουν τότε, κι εγώ τώρα, ποιον να πάρω τηλέφωνο, εγώ είμαι το τηλέφωνο που παίρνει κάποιος όταν ζαλιστεί στο δρόμο και δεν έχει νερό και κάνει ζέστη, εγώ είμαι το τηλέφωνο, δεν υπάρχει κανείς, ποιον να πάρω...."
"Ησυχάζουμε τώρα, εγώ είμαι εδώ, δεν φοβάμαι όταν είμαι εγώ εδώ..." Τα σκοτεινά νερα ταράχτηκαν και γέμισαν λάμψεις από ένα φεγγάρι που, ποιος ξέρει πώς, βρέθηκε να περπατά στην Ιπποκράτους, πρωί - πρωί....
"Να πάρω ανάσα, να πάρω λίγο αέρα, όλα θα πάνε καλά, δε βιαζόμαστε μικρή μου, δεν φοβόμαστε, όλα θα πάνε καλά..."
Ανάσα. Αέρας. Καυτός αέρας, αλλά αέρας. Βλέπω το χέρι της να πιάνει το μέτωπό της, να καθησυχάζεται, να ηρεμεί. Μένει εκεί, να κοιτάζει το δρόμο, περιμένει, περιμένει. Κι έπειτα κάνει να σηκωθεί, σιγά - σιγά, προσεκτικά, είναι η ίδια που τη βοηθά να σηκωθεί, σαν να την πιάνει από το μπράτσο και να την αγκαλιάζει για να μην φοβάται. "Θα πάω από τη σκιά και τίποτα δύσκολο δεν θα συμβεί. Μέχρι να βρω να πάρω λίγο νεράκι. Μετά, όλα εύκολα".
Μαγαζάκι. Νερό. Λίγο πιο κάτω μια στάση. "Να κάτσω πάλι λίγο. Έτσι, δε βιάζομαι, λίγο - λίγο θα το πάω".
Όλα έγιναν. Και η δουλειά έγινε και στο σπίτι με ασφάλεια γύρισε και η ζαλούρα σιγά - σιγά φεύγει. Στρίβει τσιγάρο και κάτι τραγουδά...είναι ασφαλές να είμαι εκεί, μαζί της....

χ.π.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σκέψεις

Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ

  Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά. Αδύνατον! Και υπάρχει, λέει,   ...