Άσε μας ρε Κεμάλ κι εσύ. Καληνύχτα και καληνύχτα. Τί
καληνύχτα ρε; Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εμείς καληνυχτιζόμαστε;
Και στην τελική θυμάσαι πότε νύχτωσε;
Πότε νύχτωσε ρε Κεμάλ; Για πες.
Τότε δεν ήταν που αποφάσισες να μη μιλήσεις, να το
καταπιείς όλο, και το στανιό σου και το θυμό σου και το ζόρι σου;
Που αποφάσισες να εκτονωθείς στο πιώμα, στο τζόγο, στο
ποδόσφαιρο και στη ράχη του διπλανού, του παιδιού, της γυναίκας και του άντρα
σου;
Να εκτονωθείς κι έπειτα να το βουλώσεις, Κεμάλ;
Που αποφάσισες ότι τα πράγματα έτσι είναι και δεν αλλάζουν
και ποιος είσαι εσύ που θα αλλάξεις τον κόσμο;
Που άρχισες τα «δε βαριέσαι»;
Που έκλεισες το βιβλίο της Ιστορίας; Ή μήπως δεν το
άνοιξες ποτέ Κεμάλ;
Που χώθηκες σε μια οθόνη, είτε γεννήθηκες μέσα σ’ αυτή,
είτε τη γνώρισες κάπου στο ενδιάμεσο κι έγινε αυτή, η οθόνη ντε, όλη σου η
πραγματικότητα;
Που έγινες ακίνητος, καναπεδιασμένος και φοβάσαι καθετί
που θυμίζει σχέση;
Που όταν σε ζορίζουν τα πτώματα που έχουν γεμίσει τον
τόπο βάζεις σειρούλα στο Netflix
να έρθεις λίγο να ξαλεγράρεις;
Που δεν μπορείς να περπατήσεις στο δρόμο από τα
σκαμμένα και τα σπασμένα και τα χάλια και έτσι αποφασίζεις, όχι να καταγγείλεις
αλλά να μην περπατάς άλλο;
Που παρκάρεις σε ράμπες για ανάπηρους γιατί «εντάξει,
δέκα λεπτάκια θα κάνω;»
Που «πω μωρέ, δεν ασχολούμαι εγώ μ’ αυτά», κάθε που η
κουβέντα πάει στα πολιτικά;
Που δε γνωρίζεις. Και δεν θέλεις να μάθεις γιατί «όλοι
το ίδιο είναι». Σκέφτηκες ότι το «όλοι» σε περιλαμβάνει, Κεμάλ;
Που σε προσβάλλουν μέσα στο μούτρο και δεν το παίρνεις
χαμπάρι;
Που σου λένε ψέματα με τον πιο χυδαίο τρόπο και δεν το
πιάνεις, Κεμάλ;
Που χώνουν τη χερούκλα μέσα στη τσέπη σου και σου παίρνουν
τα φραγκοδίφραγκα και τους χρωστάς κι από πάνω;
Που χρωστάς και χρωστάς και τελειωμό δεν έχει το χρέος;
Ε Κεμάλ;
Που σου κόβουν το ρεύμα, το νερό, το τηλέφωνο;
Που δεν έχεις να φας Κεμάλ;
Που δεν μπορείς, όχι να αγοράσεις, πού τέτοια τύχη, δεν
μπορείς να νοικιάσεις ένα κεραμίδι για να βάλεις από κάτω το κεφάλι σου;
Που ο αδελφός σου είναι που δε σε λυπάται, Κεμάλ;
Που η δικαιοσύνη δεν είναι δικαιοσύνη και ούτε άλλες λέξεις
είναι αυτές που ακούγονται, δημοκρατία Κεμάλ, ισότητα Κεμάλ, δικαίωμα,
ελευθερία;
Που τρέμεις σαν το φύλλο μη σε πιάσουν γιατί η
επανάστασή σου εξαντλείται σε μικροαπατεωνιές και ματσαράγκες ενώ οι αποπάνω
σου κλέβουν με δέκα δαγκάνες;
Που σε χαστουκίζουν μες στα δόντια και ζητάς και
συγνώμη;
Που πνίγεσαι, καίγεσαι, εξαϋλώνεσαι, διαλύεσαι, αποκλείεσαι,
φοβάσαι, φοβάσαι Κεμάλ;
Που σε ενοχλεί όποιος δεν σου μοιάζει γιατί αυτός φταίει
για το χάλι σου, Κεμάλ;
Που διπλοκλειδώνεις μήπως και μπει ένας άλλος κακομοίρης
που σου μοιάζει και δεν το ξέρεις και σου αρπάξει το τίποτα που σου ανήκει
Κεμάλ;
Που μια στο τόσο σου λένε πως δικαιούσαι να έχεις άποψη
και τότε θυμάσαι να τους περιφρονήσεις Κεμάλ, ενώ κάθε μέρα τους κάνεις
ρεβεράντζες και σκύβεις τη μέση, ε Κεμάλ;
Που μόλις ζοριστείς κουμπώνεις δυο χάπια, πίνεις και
κάτι χορτάρια, τραβάς και μια γραμμή στο πού και πού και χαίρεσαι που τα βρίσκεις
πια όλα αυτά τόσο εύκολα, χωρίς να αναρωτιέσαι γιατί ξαφνικά η τόσο χαλαρή πρόσβαση;
Ε, Κεμάλ; Πώς κι έτσι;
Και που μετά ξεχνάς, Κεμάλ, ξεχνάς κι επειδή ξεχνάς και
είσαι κι αδαής Κεμάλ και αδρανής Κεμάλ κι επειδή το πληκτρολόγιο είναι όλος σου
ο κόσμος Κεμάλ, επαναλαμβάνεις Κεμάλ, μπαίνεις στη λούπα και τραβάς απ’ την
αρχή τη λέζα, Κεμάλ. Κι ούτε που το ξέρεις, Κεμάλ αγόρι μου, μόνο γκρινιάζεις
κι έπειτα σκύβεις και σφίγγει η τραχηλιά Κεμάλ, σφίγγει μέχρι που να σκάσεις
και να συνεχίσει στη θέση σου ο επόμενος, με την ίδια φάτσα, τα ίδια ρούχα, τα
ίδια παπούτσια, το ίδιο κινητό και την ίδια αδιάφορη στάση.
Αυτός ο κόσμος, Κεμάλ, δεν θα αλλάξει γιατί δεν θα
κάνεις κάτι για να αλλάξει. Έστω και λίγο. Ούτε αυτό το λίγο θα κάνεις, Κεμάλ.
Γι’ αυτό, ούτε καληνύχτα κι ούτε καλημέρα.
Δε θέλω πολλά πολλά με την πάρτη σου. Και όσα σου ‘πα,
λίγα είναι. Έχω κι άλλα, αλλά δεν έχει νόημα. Δεν έχεις νόημα.
Τα λέμε στην κόλαση, Κεμάλ.
Το νου σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σκέψεις