Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Του Αγίου Όποιου

 



Ε, κι επειδή;

Κι άμα θέλω θα γιορτάσω κι άμα δε θέλω, ούτε που θα γιορτάσω, ούτε τίποτα.

Και με ρώτησες εμένα άμα θέλω και άμα μπορώ;

Και με ρώτησες άμα μου περισσεύουν να ψωνίσω έναν διάολο σκατολοΐδια και δώρα και τυριά και σαλάμια και κέρατα βερνικωμένα;

Και με ρώτησες άμα έχω έναν άνθρωπο να αγκαλιάσω και να φιλήσω σταυρωτά;

Και με ρώτησες άμα έχω τραπέζι και κεριά και τζάκι να φουντώνει και κούτσουρα να βάνω μέσα να το μπουρλωτιάσω;

Και με ρώτησες άμα φτάνει το σπίτι μου για να στρωθούμε στα χαλιά με τα ασορτιά τα πουλόβερ για να παίξουμε επιτραπέζια με το σκύλο το σούπερ το γκόλντεν το ριτρίβερ να κρατάει το σκορ;

Και με ρώτησες άμα έχω σπίτι;

Και άμα τίποτα από όλα αυτά δε μου λείπει και όλα τα έχω, και αυτά και άλλα τόσα που λέει ο λόγος και δεν θέλω μπρε κουμπάρε;

Με ρώτησες άμα θέλω;

Και με ρώτησες άμα με κάνει καρδιά να σηκωθώ από το κρεβάτι για να κάνω δυο βήματα που όλα βουνό με φαίνονται;

Και με ρώτησες άμα έχω κρεβάτι ή βρέχει βόμβες πάνω μου και γύρω μου και μέσα μου;

Και με ρώτησες άμα θρηνώ αγαπημένους ή άμα με πνίγουν οι σκέψεις και η νοσταλγία;

Ξέρεις γιατί δε με ρώτησες;

ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΣΕ ΝΟΙΑΖΕΙ BRO ΜΟΥ.

Και ξέρεις γιατί δε σε νοιάζει μία;

Γιατί άμα όλα αυτά με έχουν βρει δεν ξοδεύω. Δεν ξοδεύω θα πει δεν κερδίζεις. Είμαι φύρα, πώς να το πω; Δεν έχει η τσέπη σου να φουσκώσει από τη ράχη μου.

Έλα και με τρελαίνει να βλέπω να φωτίζεις τους δρόμους, μόνο αυτούς με τα ακριβά τα μαγαζιά, γιατί έξω από τον καφενέ του κυρ Παντελή στη γειτονιά μου δε βλέπεις να κάνεις βήμα, και κάτω από τις πάνφωτες τις αράδες τις γιορτάρικες να στριμώχνουνται οι φουκαράδες, τα απόβλητά σου, οι αόρατοί σου, να σκεπάζουνται με τα χαρτόκουτα και τις κουβέρτες τις βρώμικες για να περνάς εσύ και ματιά να μη ρίχνεις, μη σου χαλάσουνε τη μόστρα.

Και να τα δέντρα μέχρι τον ουρανό και να οι διακοσμήσεις και να οι μουσικές, που δυο σειρές φωτάκια να ‘βγαζες, δεν ξέρω κι εγώ πόσα σπίτια θα είχαν μια σόμπα να βάλουμε πάνω δυο φλούδες πορτοκάλι να μυρωδιάσει το μέσα μας.

Αλλά τί σε κόφτει εσένα;

Δε με αγγίζεις ρε. Κι ούτε που με νοιάζει που μου έδωκες δώρο ντεμέκ, γιορτάρικο ντεμέκ και με είπες να το βγάλω από την τράπεζα και να σου το γυρίσω πίσω μπρε άτιμε, άκαρδε και βλαμμένε μπρε που περνιέσαι και για άθρωπας.

Που με είδες μοναχούλι και δεν με έφερες έναν κουραμπιέ, αλλά βιάστηκες να φτιάξεις δυο βουνά από δαύτους, μόνο και μόνο για να ποστάρεις τη φωτογραφία να σε δουν να σκάσουν από το κακό τους οι γειτόνισσες.

Που μόνο που δεν με κλώτσησες περνώντας με τις εφτά χιλιάδες σακούλες στα χέρια, έτσι ξαπλωμένο κάτου και δεν είπες να πάρεις ένα σουβλάκι, να ρίξεις δυο κέρματα μέσα στο ποτήρι μπρε, να φέρεις ένα ζευγάρι κάλτσες να ζεσταθούν οι ποδάρες μου που κάνει ψόφο.

Ψοφόκρυο κάνει μέσα στην ψυχή σου αν τα κοιτάς και δεν τα βλέπεις.

Και δεν είπα να μη γιορτάσεις. Να γιορτάσεις. Άμα θες, να γιορτάσεις. Αλλά να κοιτάς κι ένα γύρω. Γιατί γιορτή και πόνος δε λογιάζεται στ’ ανθρώπινα. Δεν πάνε αντάμα αυτά, πώς να το κάνουμε;

Και να γιορτάζεις όχι επειδή κάποιος, κάποτε το αποφάσισε, αλλά γιατί πετάει η ψυχή σου. Κι άμα πετάει η ψυχή σου, σκεπάζει όλο το γύρω και το ζεσταίνει. Τέτοια κάνουν οι ψυχές οι ζωντανές. Τέτοια και καλύτερα κι άκου με που σου το λέω. Κι έτσι κάθε μέρα είναι γιορτή και Χριστούγεννο και Πάσχατο κι απ’ όλα.

Δεν είναι μια ημερομηνία η γιορτή. Είναι αυτό που αποφασίζεις. Και αυτό που είσαι. Είναι το βλέμμα και το χέρι το ζεστό και η καλή κουβέντα και η έγνοια. Η έγνοια για τον όποιο. Ας είναι για όσους το αντέχουν λοιπόν, του Αγίου Όποιου.

Κι ας το γιορτάσουμε!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σκέψεις

Τέρας, στο Μικρό Γκλόρια

  Κάτσε να στα πω. Ρε κάτσε να στα πω, σου λέω. Κάτσε να στα πω γιατί θα σκάσω, μπαμ θα κάνω. Εγώ που λες, δεν είμαι εγώ. Δηλαδή εγώ είμαι...