Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Της Υποφαινομένης

 


1.

 

 

Στ’ αχαρτογράφητα τραβώ. Κουπί το χέρι. Πανί η καρδιά. Μπροστά ανατέλλει ένα σκοτάδι που μιλά σε μια γλώσσα άγνωστη, ξένη. Στο πέρασμα του χρόνου στέκεσαι, το ξέρω. Ακολουθώ το αίμα σου κι έτσι καλύτερα σε μαθαίνω. Σε προδίδει η ανάσα της νύχτας που σε κόβει στα δύο κι ανθίζει η άσφαλτος. Μυρίζεις χώμα μετά τη βροχή, λυγμούς μυρίζεις.

Σου χρωστώ μια λευκή σελίδα. Χωρίς καν γραμμές, δρόμους να σχεδιάσεις με ένα βότσαλο, ένα σύννεφο, μια σκέψη. Καραβάκι χάρτινο δίχως όνομα στις ποταμίσιες χαρακιές των δακρύων σου, στις θάλασσες που ανασαίνουν ανάμεσα στα πόδια σου, στις βάθρες της ματιάς σου που φεγγάρια γεμίζει.

Ψέμμα το σώμα, η απόσταση, το φιλί. Σπάσε ένα κλαδί στο βήμα σου να δω πως υπάρχεις. Οι άνθρωποι αναζητούν σκιά και ο ουρανός σε πείσμα τους ετοιμάζει βροχή. Μην αργήσεις. Σε περιμένω από πάντα και φοβάμαι μήπως μαραθεί η ρίγανη στα χέρια μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σκέψεις

Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ

  Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά. Αδύνατον! Και υπάρχει, λέει,   ...