Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Σκέψεις στον απόηχο μιας επετείου....


 


6 Δεκέμβρη. 2020. Κυριακή. Απόγευμα. Ωραίο, γλυκό, από εκείνα του χειμώνα που τα θες. Που σκέφτεσαι ότι θα είναι ο κόσμος στους δρόμους και δε θα βρέχει, δε θα κάνει ψοφόκρυο, δε θα χιονίζει, δε θα ρίχνει χαλάζι.

Γιατί θα είναι ο κόσμος στους δρόμους. Εκεί κι εσύ. Στους δρόμους. Εσύ που γεννήθηκες τόσο θεωρητικό πλάσμα και προστατευμένο, όχι τίποτα αληταριά. Το πιο καλό παιδί. Και η οικογένειά σου δεν είχε μπλεξίματα και ιστορίες. Και έτσι σε μεγάλωσαν κιόλας. Με ησυχία και ταπεινότητα. Και όσο λιγότερο φαίνεσαι κι ακούγεσαι, τόσο το καλύτερο. Για σένα, για εκείνους.

«Του φοβισμένου η μάνα ποτέ δεν κλαίει», λέει η παροιμία.

Υπάρχει άραγε μάνα που ποτέ δεν κλαίει; Αναρωτιέμαι. Πάντως υπάρχουν κάποιες μάνες, που όλοι ξέρουμε ότι έχουν κλάψει. Και, έτσι νιώθω δηλαδή, αν είχαν να διαλέξουν, θα διάλεγαν να μην έχουν κλάψει.

Και μετά σκέφτομαι μια άλλη φράση που λέει πως «οι δρόμοι δεν είναι για όλους». Που οι δρόμοι για τους όλους φτιάχτηκαν, όχι; Να περπατάνε, να πηγαίνουν στη δουλειά, να βολτάρουν, να χαζεύουν βιτρίνες, να πηγαίνουν τα παιδιά στο σχολείο, στο φροντιστήριο, άντε πάλι τα παιδιά ανάμεσα στις λέξεις.

Θυμάμαι που, όταν ήμουν νέα, στις πορείες και στις διαδηλώσεις, ένιωθα ρε παιδάκι μου πιο ψηλή, σαν η φωνή που έβγαινε να με μεγάλωνε, άλλη μάνα κι αυτή, κι αυτή με κλάματα στα μάτια. Εκεί ήταν που αποφάσισα ότι οι δρόμοι είναι και για να μεγαλώνεις βήμα το βήμα.

Φέτος στους δρόμους είδα πολλούς συνομήλικους και πολλούς νεότερους και πολλούς πιο μεγάλους. Φέτος που, να πεις, δεν επιτρεπόταν κιόλας. Άκου τώρα αντίφαση. Κι εκεί που θυμώνω και φουρκίζομαι με τη βολεψιά μας, εκεί χαμογελώ και νιώθω να ανήκω. Τί λέξη κι αυτή! Να ανήκω.

Αυτό που είσαι σπίτι σου και αμέσως μετά νιώθεις πως έχεις μια φαμίλια που ούτε την είχες φανταστεί. Εκεί πάλι ο δρόμος, να αγκαλιάζεσαι με αγνώστους, να κλαίτε έτσι αγκαλιασμένοι, να τσούζουν τα μάτια και να έρχεται ο άγνωστος να σου ψεκάζει μαλόξ, να περάσει το τσούξιμο.

Ο άγνωστος συγγενής. Σου.

Και μετά, πάντα η ίδια σκέψη. Πώς κάποιος, αποφασίζει να μην ανήκει σε τέτοια φαμίλια; Πώς επιλέγει να είναι μόνος από την άλλη; Άκου τώρα πώς μου ‘ρχεται, πάντα η ίδια σκέψη όμως. Η φαμίλια μου, όλοι άλλα αντί άλλων, άλλες ηλικίες, μαλλιά, ρούχα, παπούτσια, φάτσες. Κι από την άλλη κάτι κάποιοι, ίδια μαλλιά, ρούχα, παπούτσια. Ηλικίες και φάτσες δεν ξέρω να σου πω, τα κρύβουν.

Δεν ξέρω, δεν ξέρω.

Δεν είσαι ήρωας όταν υψώνεις γροθιά και φωνάζεις για το δίκιο. Δεν είσαι ήρωας όταν αποφασίζεις να μην κάτσεις στον καναπέ, κυριολεκτικό και μεταφορικό, αλλά να μιλήσεις και να μην καταπίνεις τα δόντια σου. Δεν είσαι ήρωας όταν ξανοίγεις το μάτι, να διαβάσεις, να μάθεις, να κουβεντιάσεις, να μη μείνεις βουβός και χαζός και μόνος. Δεν είσαι ήρωας όταν αντιλαμβάνεσαι ότι ο δρόμος είναι εκεί για να περπατιέται και κάθε που κλείνεσαι σπίτι σου από φόβο, αυτός κλείνει μέσα στα μούτρα σου.

Οι φράσεις στριμώχνονται στο μυαλό μου. Διαλέγω μία που δεν είναι δική μου, αλλά πολύ θα ήθελα να ήταν. Από την «Εντολή» της Σωτηρίου.

«Από την ώρα που το βάρβαρο χέρι του φασισμού, ντόπιου και ξένου, άρπαξε απ’ τα μαλλιά την Ελλάδα και τη σβούριζε στο χάος, εκεί σε κάποιο μετερίζι αντίστασης ήμουνα κι εγώ με την αντιηρωική ύπαρξή μου».

Χάρις Παρασκευοπούλου

1 σχόλιο:

Σκέψεις

Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ

  Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά. Αδύνατον! Και υπάρχει, λέει,   ...