Αγαπητό μου πόδι,
Μήτε μπακαλιάρο θα φτιάξω, μήτε
και σημαία θα βγάλω στο μπαλκόνι. Κι έχω μια, να σου τρέχουν τα σάλια,
χειροποίητη, απ’ της μανούλας μου τα χεράκια, κειμήλιο.
Πάντως εγώ όταν ήμανε μικρούλα, σαν
να ‘τανε χτες τα θυμάμαι. Από το πρωί η μάνα «σήκω, μεσημέριασε», αχάραγα έξω,
σκοτάδι πήχτρα, «μεσημέριασε», το σπίτι στο πόδι, κι όταν λέω το σπίτι εννοώ
κυρίως τη μάνα σε πλήρη υστερία και με κάτι νεύρα στο ταβάνι, έτσι, χωρίς λόγο.
Δηλαδή υπήρχε λόγος και άκουγε στο
όνομα Πελαγία. Καθότι η μάνα Βαγγελίτσα, Ευαγγελία πάει να πει, το γένος
Πουγγία, «καλημέρα σας κυρία Βαγγελίτσα», τούρκος η μάνα μου «Ευαγγελία κυρ
Μανώλη μου, Ευαγγελία», που από το δημοτικό Βαγγελίτσα, αυτό το –λίτσα σαν
κατάρα πάνω από το κεφάλι της.
Σου έλεγα όμως για την Πελαγία.
Που ανήμερα της εορτής της μητρός, που πάρα πολύ καμάρι το είχε που ήταν εορτή
εθνικιά στο όνομά της, λες και ορίσανε την αργία προς τιμήν της, έπρεπε να
μαζευτεί στο σπίτι όλο το σόι μέχρι τέταρτη γενιά.
Εγώ πάντως νομίζω ότι όλο αυτό
γινότανε για να γλιτώσει την εκκλησία πρωί – πρωί, αλλά πού να τολμήσω να το
πω. Δεν έτρωγα καλύτερα ένα μαγκάλι κάρβουνα. Μαγκάλι. Κράτα το.
Τρεις μέρες μαγείρευε για να ‘ρθει
ο κάθε πικραμένος να φαρμακώσει. Και με το πικραμένος αναφέρομαι κυρίως στην
Πελαγία.
Να ξεκαθαρίσω κάτι για να μη με
πεις και ζεβζέκα. Η Πελαγία έκλεισε τα μάτια της παρθένος ωσάν τον κρίνο τον
αμύριστο. Γιατί για τον άλλον που μυρίστηκε τις ξέρουμε τις μπομπές του. Η
Πελαγία καμία σχέση. Αλλά όμως αγάπησε. Αγάπησε σφόδρα. Το Βαγγέλα τον
μονόφθαλμο το νερουλά.
Όταν τον αγάπησε δεν ήταν
μονόφθαλμος. Και την αγάπησε κι αυτός. Σφόδρα. Ήταν όμως νερουλάς. Και
νερουλάδες στο σόι μας εμείς δε θέλουμε. Μιλημένα ξηγημένα. Κόλαση στο σπίτι.
«Εγώ θα τονε πάρω» η Πελαγία σε
σολ μινόρε.
«Να πάρεις τον Χάρο καλύτερα που
θα μου κουβαλήσεις εδώ τον άπλυτο, να τον ταΐζω» ο πατέρας της σε ντο ματζόρε.
Του Ευαγγελισμού ήτανε και πάλι,
κοστουμάτος ο Βαγγέλας στέκει στον καφενέ, καμαρωτός – καμαρωτός, ρεπό βλέπεις,
με τον γκαϊφέ μπροστά του, πολλά βαρύ και όχι, απλωτός στη λιακάδα σαν
τραχανάς.
Κάτι είπε, κάτι του ‘παν, έχουν
περάσει και εκατό χρόνια από τότε, πιάστηκαν στα χέρια με το Χρηστάκη, το γιο
του τσαγκάρη, άλλο κελεπούρι και δαύτος, κάνει μια έτσι ο Χρηστάκης,
στραβοπατάει ο Βαγγέλας, σωριάζεται, τα πώς και τα τί μην τα ρωτάς, πάει το μάτι.
Νάσου την άλλη μέρα ο Βαγγέλας με τους
κουβάδες στο ζύγι και με το πειρατικό στη μόστρα, να τον κλαίνε οι ρέγγες. Ξίνισε
η Πελαγία, άντε τώρα να ανοίξει κουβέντα του πατρός για παντρολογήματα. Ξανά
κουβέντα δεν είπε.
Κάθε του Ευαγγελισμού που λες
ποδαράκι μου, είχαμε το ίδιο δράμα. Μόλις σηκώνονταν τα ποτήρια «Άντε
Βαγγελίτσα, να μας ζήσεις να σε χαιρόμαστε, αχ, χρυσό πήρες Μελέτη, ζαφείρι
πήρες, διαμάντι» και τα ρέστα τιμαλφή προς αγανάκτηση του πατρός που
ξεροστάλιαζε με το χέρι σηκωμένο μέχρι να τελειώσει η αγιογραφία της μητρός των
τέκνων αυτού και συζύγου του, νάσου η Πελαγία με το δάκρυ κορόμηλο και χωρίς
μιλιά.
Μνημόσυνο να ‘χαμε, κουνήσου απ’
τη θέση σου, λιγότερο δάκρυ θα ‘πεφτε. Δάκρυ, δάκρυ αλλά περιδρόμιαζε τον
άμπακο η Πελαγία, καλή της ώρα. Τα μισά η μάνα τα ‘φτιαχνε για χάρη της που «άντε,
μοναχούλα της είναι κι αυτή, μαγκούφα, ένα χέρι δεν έχει να τη φροντίσει».
Τέλος πάντων, τί θυμήθηκα πάλι….
Εδώ που λες μας έχουν ξεκουφάνει
από το πρωί. Βζζζζζουν από ‘δω, βζζζζζουν από ‘κει, πάνω από τα κεφάλια μας δηλαδίς,
τα αερόπλανα και τα ελικόφτερα, καθότι στρατιωτική παρέλασις βλέπεις, τί, να μη
δείξουμε κι εμείς το κατιτίς μας;
Θα έχουν μαζευτεί και οι αρχές του
τόπου, σκέφτομαι, θα έχουν βάλει και τα καλά τους και θα κορδώνονται. Τηλεόραση
δεν ανοίγω γιατί με πάει η πίεση διακόσα και βάλε.
Βζζζζζζζουνννννννννν………..
Άντε πάλι.
Και κάθομαι τώρα εγώ, με το φτωχό
μυαλό μου και σκέφτομαι. Σκέφτομαι τί τα θέλουμε όλα τούτα που ο κοσμάκης
υποφέρει. Μας έκανε κι ένα χειμώνα γιαβρί μου, φαρμακερό. Σήμερα έχει μια
λιακάδα λουκουμάτη, αλλά εδώ και μήνες κάνει παγωνιά. Χιόνισε κιόλας στο κέντρο
της Αθήνας, αν έχεις το Θεό σου. Πάγωσε ο τόπος. Κάνανε και δεν ξέρω κι εγώ τί
κι ήρθε τα ρεύμα δηλητήριο. Να σε χτυπάει και να μη νιώθεις, που λένε.
Ε ρε και δεν φεύγει από το μυαλό
μου η κυρά Λένη, δυο νούμερα πιο κάτω, συνταξιούχα, μια χαρά γυναίκα, με το
σπίτι της, το νοικοκυριό της. Την είδα προχτές με μια βαλίτσα στο χέρι.
«Για πού το ‘βαλες κυρά Λένη;»
«Πάω στο γιο μου Κούλα μου, δεν
έχω θέρμανση. Να έρθει η σύνταξη, να πλερώσω, να με ξαναβάλουν πετρέλαιο και
μετά θα γυρίσω. Δεν το ξέρει το παιδί, μην πεις τίποτα. Είπα που μου έλειψαν τα
εγγονάκια μου και θέλω να πάω για λίγες μέρες να τους δω».
Τί είπε ο στόμας μου, από μέσα μου
ποδαράκι μου, δεν βάνει ο νους σου. Μπρε σκύβαλα, απατεώνες, κακονοικοκυρέοι,
μπρε άτιμοι, μας έχετε ζαλίσει το κεφάλι με τα βζζζζζουν σας, μπας και μας πούνε
που δεν έχουμε εμείς αερόπλανα, μπρε αχαΐρευτοι, που να μη σώσετε μπρε, κόψτε
από μια βόλτα και στάξτε λίγο στο σπιτάκι της κυρα Λένης μπρε να ζεστάνει λίγο
το κοκκαλάκι της. Μια στάλα μπρε, μια γυροβολιά.
Αλλά πού να τη βρείτε την τσίπα
εκεί στα ολόζεστα σπίτια σας, για να σκεφτείτε την κυρα Λένη. Αν είχατε, εκείνη
αλλά και κανένας δε θα κρύωνε.
Κι αυτή θα ήταν στ’ αλήθεια μια
εθνικιά γιορτή να βγάλω στο μπαλκόνι όχι μια, αλλά δέκα σημαίες.
Κούλα Κούτσαβλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σκέψεις