Στέκομαι πάντα στη μέση του ποιήματος. Δεμένη με σκοινιά, που όλο και σφίγγουν, σφίγγουν, γύρω από τους αστραγάλους και τα γόνατά μου.
Έξω από το ποίημα έχει λάσπες, δεν πρέπει να τις φέρω μέσα στο ποίημα, δεν πρέπει, θα το κάνω χάλια, θα το κάνω σαν τα μούτρα μου.
Έξω από το ποίημα έχει δράκους με φλόγες στο στόμα και πρέπει που δεν υπάκουσα.
Έξω από το ποίημα έχει μια μικρή φλεβίτσα που χτυπάει στο μηνίγγι σου και τότε ξέρω πως θέλεις να ανοίξω τα πόδια μου και να μπεις μέσα μου.
Έξω από το ποίημα γίνεται γιορτή, φωτιές πιο ψηλές και από το ψηλό κτήριο στο τέλος του δρόμου μας. Και μουσικές, δάχτυλα και χείλια λαίμαργα για ήχο.
Εσένα αυτά δε σου αρέσουν, είπες. Ούτε καταλαβαίνεις πως τα πιστεύω, ώρες – ώρες απορείς με την αφέλειά μου, είπες.
Στέκομαι στη μέση του ποιήματος. Καμιά φορά μπορεί να φτάσω μέχρι την άκρη του στίχου, αλλά ποτέ παραπέρα, ακίνητη με κρατά κάθε φορά η επείγουσα ανάγκη κάποιου άλλου ή η επιθυμία μου να σε βρω στο σκοτάδι με τα χέρια απλωμένα, σαν έναν πλανήτη που τον κυνηγούν χιλιάδες τηλεσκόπια για να τον ονομάσουν.
Χάρις Παρασκευοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σκέψεις