Δέντρο είχα στην αυλή
μωρ’ τζάνεμ,
κυπαρίσσι στο μπαξέ
μου,
κυπαρίσσι στο μπαξέ
μου τζάνεμ,
το ποτίζω μαύρο δάκρυ
Το ποτίζω μαύρο δάκρυ
τζάνεμ,
το φαρμάκωσα το
δέντρο,
το φαρμάκωσα το δέντρο
τζάνεμ,
κι έπεσαν τα φύλλα
κάτω…[1]
(Δέντρο)
Σαν γεννηθεί παιδί πάει καλά, σαν γεννηθεί από τ’ άλλα όμως, κεραμίδα στο κεφάλι σου τζάνεμ’. Ένα ποτήρι νερό θα σε φέρει το τσουπί, αλλά μέχρι τότε μόνο βάσανα και καημούς να περιμένεις. Κι άντε να το αναθρέψεις, να το ταΐσεις, να το ντύσεις, να το ποδήσεις, να μεγαλώσει μια στάλα. Αμ θέλει και προίκα, ποιος θα το πάρει με το βρακί; Και πού να βρεθεί προίκα; Κι άμα δεν είναι ένα το αδικιορισμένο, αλλά τα ‘χεις με το τσουβάλι, τί θα απογίνουν;
Δεκαετίες του ’50 και του ’60 το άστυ γεμίζει κορίτσια που «υιοθετούνται» από εύπορες οικογένειες. Οι «ψυχοκόρες» μένουν στο σπίτι, «εσωτερικές», «δουλάκια». 7 χρονών, 8, 11, 13, κάνουν όλες τις δουλειές, σιωπηλά, αδιαμαρτύρητα, μπας και στείλουν κάνα φράγκο πίσω στο σπίτι, στο χωριό, στο νησί, στο ρημαγμένο από τη φτώχια τόπο.
«Ανοίγω τα χέρια,
γλιστράω απ’ τα κάγκελα, πέφτω στο νερό και με τρώγουν τα ψάρια…»[2]
Δεν υπάρχει διέξοδος. Μήτε επιλογή. Η μοίρα προδιαγεγραμμένη. Και σκοτεινή. Ξύλο, τιμωρίες, σιωπή, σιωπή, σιωπή. Και να φύγεις, να πας πού; Δεν έχει πουθενά να πας. Να σηκωθείς, να σφουγγίσεις τα δάκρυα και να συνεχίσεις.
Το σκηνικό λιτό. Δε χρειάζονται και πολλά. Σχεδόν αόρατο. Σαν τις ψυχές αυτών των κοριτσιών. Χαμηλοτάβανες και αφτιασίδωτες. Γύρω, γύρω οι αλήθειες μουγκές και στη μέση η ιστορία ενός ανθρώπου που έσπασε τις αλυσίδες με τα δόντια. Της Σπυριδούλας.
Καλοκαίρι του 1953. Η Σπυριδούλα, 12 χρονώ, από το Αγρίνιο, από τη Ματαράγκα πάει στην πρωτεύουσα, στο σπίτι των Βεϊζαδέ. Μεγάλη τύχη! Θα την φροντίσουν σαν παιδί τους!
31η Ιουλίου του 1955, βράδυ.
Αυτά που έχασε στην Τρούμπα ο Γιώργος Βεϊζαδές τα φόρτωσε στη ράχη της. 36
ώρες μαρτυρίου, εκατοντάδες χρόνια παγκόσμιας σιωπής….
Πίσω στο σκηνικό. Στη μέση η
Σπυριδούλα, τραγωδός και μάρτυρας. Χορός που την περιβάλλει, οι χιλιάδες
αόρατες, σιωπηλές Σπυριδούλες, λες και έχουν σημασία τα ονόματα, οι ιστορίες,
τα νεαρά κορμάκια, οι νεαρές ψυχές….
Η κάθαρση θα έρθει πυορροώντας, πάνω
στο άρμα των ουρλιαχτών. Θα έρθει;
Τα σύγχρονα στοιχεία σκύβουν το
κεφάλι. Η στατιστική αμείλικτη, τότε και τώρα. Η αυτοδιάθεση και τα ανθρώπινα
δικαιώματα στριμώχνονται σ’ ένα δωματιάκι, δίπλα στο μαγερειό…
«Πάτερ
ημών [….] φτύνω τ’ όνομά σου. […] άσε με να περάσω μια μέρα σαν άνθρωπος
κανονικός»[1]
Η Νεφέλη Μαϊστράλη υπογράφει για άλλη μια φορά ένα πρωτότυπο έργο,
μια σύγχρονη τραγωδία βασισμένη σε ιστορικά και σύγχρονα στοιχεία και
ντοκουμέντα, δίνοντας φωνή σε ζωές που περίμεναν αιώνες να ακουστούν,
καταλήγοντας σε μια κραυγή αντίστασης που ανυψώνει την ορατότητα ενάντια σε
κάθε ταξικό στερεότυπο. Καθαρός, σύγχρονος λόγος, αγκαλιασμένος από την
εξαιρετική μουσική επένδυση των Thrax Punks.
Ο Θανάσης Ζερίτης και ο Χάρης Κρεμμύδας στη σκηνοθεσία «στήνουν»
το δράμα πριν την παρουσία. Με λιτότητα που αφήνει χώρο στην πολυπλοκότητα της Ιστορίας,
με πρόλογο, παρόδους, στάσιμα, γέφυρες και επεισόδια που τιμούν τη
δραματουργία.
Η Ελένη Βλάχου, ο Σταύρος Γιαννουλάδης, ο Τάσος Δημητρόπουλος, η
Αργυρώ Θεοδωράκη, η Τατιάνα Άννα Πίτα και η Ελένη Τσιμπρικίδου με οικονομία και
σύνεση, καθηλωτικοί, συνεπείς, αποφεύγοντας τις μανιέρες και τα συναισθηματικά
αποκούμπια αγγίζουν τα ιστορικά τραύματα με γυμνά χέρια.
«Τί λόγο έχει ο Θεός σ’ αυτόν τον κόσμο τον δικό μας;
Τυφλός, κουφός και άφαντος»[2]
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία Θανάσης Ζερίτης, Χάρης Κρεμμύδας
Δραματουργία Νεφέλη Μαϊστράλη
Σκηνικά – Κοστούμια Γεωργία Μπούρδα
Μουσική επιμέλεια – Σύνθεση Θραξ Πανκc
Κίνηση Πάνος
Έρευνα Παναγιώτης Λιαρόπουλος
Φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης
Εκτέλεση παραγωγής Αριστέα Σταφυλαράκη – 4frontal
Παίζουν Ελένη Βλάχου, Σταύρος Γιαννουλάδης, Τάσος Δημητρόπουλος,
Αργυρώ Θεοδωράκη, Τατιάνα Άννα Πίττα, Ελένη Τσιμπρικίδου
Πειραιώς 260 - Χώρος Ε - Ταύρος, Αττική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σκέψεις