Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ


 

Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά.

Αδύνατον!

Και υπάρχει, λέει,  ο έρωτας, ο πανώριος εχθρός της ανίας, ο μόνος αληθινός σύμμαχος της ζωής.

Αδύνατον, αδύνατον!

Μια στην αλήθεια, μια στο όνειρο, σαν βουτιά σε νερό που βράζει και κοχλάζει, αλλά στ’ αληθεια μια θάλασσα ολόδροση είναι, με νερά κρύσταλλα που εσύ για σκοτεινό υγρό τα βλέπεις και, μια φοβάσαι, μια παίζεις στα κύματα.

Και η λογική;

Μα, ποιος νοιάζεται;

Στο λέει από την αρχή, πόσο ειλικρινές ψέμα, πόσο σαφής θολούρα, όνειρο, όνειρο σου λέει, δεν είναι αλήθεια και ποια αλήθεια άραγε, αυτή που ζεις, αυτή που ζω εγώ, αυτή που ζει ο διπλανός, υπάρχει αλήθεια μία για να στην πω, κι αν υπάρχει, πού το ξέρουμε ότι όνειρο δεν είναι;

Στον τόπο που οι ήρωες από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου συναντώνται με πρόσωπα από την αρχαία Ελλάδα, με πρόσωπα του μύθου, με νεράιδες και ξωτικά, ο Shakespeare χτυπάει το ραβδί του τρεις φορές και το κουβάρι του μύθου ξετυλίγεται.




Και το ξετυλίγει μια ομάδα αγαπημένη, συντονισμένη σαν ένα σώμα, σαν μια φωνή, σαν μια κίνηση μιας μόνο σκιάς. Το λιτό σκηνικό αναδεικνύει τη σημαντικότητα της πλοκής και, μια στην πόλη των Αθηνών, μια στο δάσος, μια στην πραγματικότητα και μια στο όνειρο, συμβάλλει σε τούτη δω τη συγχορδία.

Θεατρική παράσταση και θέατρο σκιών, χορόδραμα και συναυλία, δε χρειάζεται να διαλέξεις, εκεί είναι, σε διαλέγουν αυτά και σε τραβάνε μέσα στον μαγικό τους κύκλο. Δε φτάνει η ώρα, διψασμένο σε αφήνει η αυλαία, κι άλλο να θέλεις, λίγο ακόμα από αυτό το παράδοξο μαγεμένο χαρμάνι.

Οι Loxodox «διαβάζουν» άλλο ένα κλασσικό κείμενο, μετά τη Φαλακρή τραγουδίστρια, με το δικό τους, μοναδικό τρόπο. Η Στέλλα Γαδέδη με τη μουσική της γεμίζει το χώρο, ντύνει τα δρώμενα και μας μεταφέρει στο δικό της παρόν, το επί σκηνής αναπνέον…

«Δεν υπάρχει αδύνατο», η φωνή μέσα στο κεφάλι μου με ακολουθεί στη έξοδο από το Πλύφα. «Πίστεψε στο όνειρο και θα δεις».

Δεν ξέρω. Μπορεί να τρύπωσε αυτός ο άτιμος ο Πουκ που με στοιχειώνει χρόνια τώρα στη τσέπη μου. Μπορεί και να ζει εκεί. Πάντωςεγώ τον πιστεύω. Τον Πουκ. Και το όνειρο. Και κυρίως τους Loxodox.

Και τους προτείνω.

Ανεπιφύλακτα.

 


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

·        Κείμενο: Ουίλιαμ Σαίξπηρ

·        Σκηνοθεσία: Αλκίνοος Δωρής

·        Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης

·        Κίνηση: Αγγελική Τσούπρα

·        Μουσική: Στέλλα Γαδέδη

·        Σκηνογραφία: Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου

·        Κοστούμια: Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου και Ισμήνη Ασημάκη

·        Πίνακας ζωγραφικής: Ισμήνη Ασημάκη

·        Φωτισμοί: Θωμάς Οικονομάκος

·        Φωτογραφίες παράστασης: Sabrina Brodescu

·        Κατασκευή Κοστουμιών: ΡΑΜ ΡΑΜ

·        Κατασκευή μάσκας: Φωτεινή Γεωργίου

·        Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη

·        Παραγωγή: LOXODOX

·        Οργάνωση παραγωγής: Loxodox, Όλγα Τσατσούλη

 

Διανομή

·        Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου: Ελένη, Μπρίκης

·        Σταύρος Καστρινάκης: Δημήτριος, Βελόνης

·        Δήμητρα Κολοκυθά: Πουκ

·        Νάσος Κρέτσης: Πάτος

·        Κατερίνα Κωνσταντίνου: Νεράϊδα

·        Γιάννης Μπάτσης: Λύσανδρος, Σουραύλης

·        Μηνάς Πασπαλάς: Αιγέας, Σφήνας

·        Μπέτυ Σαράντη: Ερμία, Αλφάδης

·        Δήμητρα Σπανούλη: Ιππολύτη, Τιτάνια

·        Βασίλης Σταματάκης: Θησέας, Όμπερον

·        Μουσικοί επί σκηνής: Κατερίνα Κωνσταντίνου (φλάουτο), Νάσος Κρέτσης, Μηνάς Πασπαλάς (βιολί, κιθάρα), Νάσος Κρέτσης (νταούλι)

 

Πληροφορίες Παράστασης

Παραστάσεις:   Από Παρασκευή 8 Μαρτίου

Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Παρασκευή & Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 19:00

Τιμές εισιτηρίων

Γενική Είσοδος: 12€

Φοιτητικό/ Μειωμένο: 10€

Διάρκεια παράστασης:  105’ λεπτά

Προπώληση εισιτηρίων: MORE.COM

 

Τηλέφωνο κρατήσεων: 6948199103

ΠΛΥΦΑ

Κορυτσάς 39, Βοτανικός / Τηλέφωνο: 693 869 0612 / info@plyfa.space

(10 λεπτά με τα πόδια από το μετρό του Κεραμεικού)

Η παράσταση «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» τελεί υπό την Αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και επιχορηγείται.



Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023

Ούτε καληνύχτα, ούτε τίποτα Κεμάλ


 

Άσε μας ρε Κεμάλ κι εσύ. Καληνύχτα και καληνύχτα. Τί καληνύχτα ρε; Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εμείς καληνυχτιζόμαστε;

Και στην τελική θυμάσαι πότε νύχτωσε;

Πότε νύχτωσε ρε Κεμάλ; Για πες.

Τότε δεν ήταν που αποφάσισες να μη μιλήσεις, να το καταπιείς όλο, και το στανιό σου και το θυμό σου και το ζόρι σου;

Που αποφάσισες να εκτονωθείς στο πιώμα, στο τζόγο, στο ποδόσφαιρο και στη ράχη του διπλανού, του παιδιού, της γυναίκας και του άντρα σου;

Να εκτονωθείς κι έπειτα να το βουλώσεις, Κεμάλ;

Που αποφάσισες ότι τα πράγματα έτσι είναι και δεν αλλάζουν και ποιος είσαι εσύ που θα αλλάξεις τον κόσμο;

Που άρχισες τα «δε βαριέσαι»;

Που έκλεισες το βιβλίο της Ιστορίας; Ή μήπως δεν το άνοιξες ποτέ Κεμάλ;

Που χώθηκες σε μια οθόνη, είτε γεννήθηκες μέσα σ’ αυτή, είτε τη γνώρισες κάπου στο ενδιάμεσο κι έγινε αυτή, η οθόνη ντε, όλη σου η πραγματικότητα;

Που έγινες ακίνητος, καναπεδιασμένος και φοβάσαι καθετί που θυμίζει σχέση;

Που όταν σε ζορίζουν τα πτώματα που έχουν γεμίσει τον τόπο βάζεις σειρούλα στο Netflix να έρθεις λίγο να ξαλεγράρεις;

Που δεν μπορείς να περπατήσεις στο δρόμο από τα σκαμμένα και τα σπασμένα και τα χάλια και έτσι αποφασίζεις, όχι να καταγγείλεις αλλά να μην περπατάς άλλο;

Που παρκάρεις σε ράμπες για ανάπηρους γιατί «εντάξει, δέκα λεπτάκια θα κάνω;»

Που «πω μωρέ, δεν ασχολούμαι εγώ μ’ αυτά», κάθε που η κουβέντα πάει στα πολιτικά;

Που δε γνωρίζεις. Και δεν θέλεις να μάθεις γιατί «όλοι το ίδιο είναι». Σκέφτηκες ότι το «όλοι» σε περιλαμβάνει, Κεμάλ;

Που σε προσβάλλουν μέσα στο μούτρο και δεν το παίρνεις χαμπάρι;

Που σου λένε ψέματα με τον πιο χυδαίο τρόπο και δεν το πιάνεις, Κεμάλ;

Που χώνουν τη χερούκλα μέσα στη τσέπη σου και σου παίρνουν τα φραγκοδίφραγκα και τους χρωστάς κι από πάνω;

Που χρωστάς και χρωστάς και τελειωμό δεν έχει το χρέος; Ε Κεμάλ;

Που σου κόβουν το ρεύμα, το νερό, το τηλέφωνο;

Που δεν έχεις να φας Κεμάλ;

Που δεν μπορείς, όχι να αγοράσεις, πού τέτοια τύχη, δεν μπορείς να νοικιάσεις ένα κεραμίδι για να βάλεις από κάτω το κεφάλι σου;

Που ο αδελφός σου είναι που δε σε λυπάται, Κεμάλ;

Που η δικαιοσύνη δεν είναι δικαιοσύνη και ούτε άλλες λέξεις είναι αυτές που ακούγονται, δημοκρατία Κεμάλ, ισότητα Κεμάλ, δικαίωμα, ελευθερία;

Που τρέμεις σαν το φύλλο μη σε πιάσουν γιατί η επανάστασή σου εξαντλείται σε μικροαπατεωνιές και ματσαράγκες ενώ οι αποπάνω σου κλέβουν με δέκα δαγκάνες;

Που σε χαστουκίζουν μες στα δόντια και ζητάς και συγνώμη;

Που πνίγεσαι, καίγεσαι, εξαϋλώνεσαι, διαλύεσαι, αποκλείεσαι, φοβάσαι, φοβάσαι Κεμάλ;

Που σε ενοχλεί όποιος δεν σου μοιάζει γιατί αυτός φταίει για το χάλι σου, Κεμάλ;

Που διπλοκλειδώνεις μήπως και μπει ένας άλλος κακομοίρης που σου μοιάζει και δεν το ξέρεις και σου αρπάξει το τίποτα που σου ανήκει Κεμάλ;

Που μια στο τόσο σου λένε πως δικαιούσαι να έχεις άποψη και τότε θυμάσαι να τους περιφρονήσεις Κεμάλ, ενώ κάθε μέρα τους κάνεις ρεβεράντζες και σκύβεις τη μέση, ε Κεμάλ;

Που μόλις ζοριστείς κουμπώνεις δυο χάπια, πίνεις και κάτι χορτάρια, τραβάς και μια γραμμή στο πού και πού και χαίρεσαι που τα βρίσκεις πια όλα αυτά τόσο εύκολα, χωρίς να αναρωτιέσαι γιατί ξαφνικά η τόσο χαλαρή πρόσβαση; Ε, Κεμάλ; Πώς κι έτσι;

Και που μετά ξεχνάς, Κεμάλ, ξεχνάς κι επειδή ξεχνάς και είσαι κι αδαής Κεμάλ και αδρανής Κεμάλ κι επειδή το πληκτρολόγιο είναι όλος σου ο κόσμος Κεμάλ, επαναλαμβάνεις Κεμάλ, μπαίνεις στη λούπα και τραβάς απ’ την αρχή τη λέζα, Κεμάλ. Κι ούτε που το ξέρεις, Κεμάλ αγόρι μου, μόνο γκρινιάζεις κι έπειτα σκύβεις και σφίγγει η τραχηλιά Κεμάλ, σφίγγει μέχρι που να σκάσεις και να συνεχίσει στη θέση σου ο επόμενος, με την ίδια φάτσα, τα ίδια ρούχα, τα ίδια παπούτσια, το ίδιο κινητό και την ίδια αδιάφορη στάση.

Αυτός ο κόσμος, Κεμάλ, δεν θα αλλάξει γιατί δεν θα κάνεις κάτι για να αλλάξει. Έστω και λίγο. Ούτε αυτό το λίγο θα κάνεις, Κεμάλ.

Γι’ αυτό, ούτε καληνύχτα κι ούτε καλημέρα.

Δε θέλω πολλά πολλά με την πάρτη σου. Και όσα σου ‘πα, λίγα είναι. Έχω κι άλλα, αλλά δεν έχει νόημα. Δεν έχεις νόημα.

Τα λέμε στην κόλαση, Κεμάλ.

Το νου σου.


Τρίτη 8 Αυγούστου 2023

ένα μαζί...





 Τελικά, αυτό το κορίτσι πολύ το γουστάρω. Στο παρελθόν, η αλήθεια είναι ότι είχαμε τα προβλήματά μας, κυρίως με τη σιωπή της. Αυτή η σιωπή της με τρέλαινε. Θυμάμαι πολλές φορές που ρωτούσα και ρωτούσα κι εκείνη, έσκυβε στην τσάντα της, στην τσέπη της, να βρει τον καπνό, να στρίψει, να ανάψει. Πρώτη τζούρα κι έπειτα αλλαγή θέματος, "πήρε να βραδιάζει νωρίς"...

Με τον καιρό κατάλαβα πώς το να ζω μαζί της θα σήμαινε να καταλάβω και τη σιωπή της. Δεν είναι ότι δε μιλούσε ποτέ. Κάποιες φορές μάλιστα, μπορεί κάποιος να την έλεγε και φλύαρη. Αλλά ποτέ για τα βαθιά της. Τα σκοτεινά της νερά ήταν πάντα μακριά από του κόσμου το βλέμμα. Ακόμα είναι. Αγαπά πολύ να βυθίζεται εκεί κάποιες ώρες μόνες, είναι δικά της αυτά τα νερά, τους μιλά κι εκείνα είναι εκεί, το σταθερό της σημείο.
Σήμερα την παρατηρούσα σαν ξύπνησε. Σαν να μην ήθελε να ξυπνήσει, σαν να μην ήθελε να αφήσει αυτό το όνειρο που από το απόγευμα την τυρρανούσε. Το έβλεπε ξύπνια, το επανέλαβε στον ύπνο της. Ένα κατακόκκινο όνειρο, γεμάτο ένταση, από αυτά που παρακαλάς να δεις. Θες οι λέξεις που διάβασε πριν να κοιμηθεί, μπορεί, θες οι σκέψεις της τον τελευταίο καιρό, δεν ήθελε να ξυπνήσει, έπρεπε όμως.
Έπρεπε να βγει για δουλειές. Σιχαίνεται να βγαίνει έξω το πρωί με ζέστη, είναι του χειμώνα Κόρη, σιχαίνεται και τα πρέπει και σήμερα τα δυο στεκόταν μπροστά της. ένα πρέπει, το πρωί, με ζέστη.
Με το που έφτασε στη στάση, είδε το λεωφορείο να φεύγει. "Δε γαμιέται, θα το πάω με τα πόδια". Της αρέσει το κέντρο, της αρέσει να βλέπει τους ανθρώπους, αγαπά τους ανθρώπους, θέλει να βρίσκεται ανάμεσά τους. Όχι πάντα, αλλά πολλές φορές. Περπατούσε και κοιτούσε, βιτρίνες, πρόσωπα, χρώματα, πρόσωπα, ήχοι της πόλης, το βραδινό όνειρο, πρόσωπα...
Και τότε συνέβη. Σαν να είχε πιει δυο μπουκάλια τεκίλα, από εκείνες τις νιότης της, άρχισε να τα βλέπει όλα διπλά. Όλα. Διπλά. Έκανε ένα βήμα, το κατάλαβε σαν τρία. Ένιωσε να παραπατάει.
"Ώπα! μαλακία γίνεται τώρα...."
Πιάστηκε από ένα κολωνάκι στην άκρη του δρόμου. Στα δυο μέτρα μια πολυκατοικία. "Να κάτσω". Κάθησε. "Δεν πήρα νερό μαζί μου, να πάρω τηλέφωνο, ποιον να πάρω τηλέφωνο, κάνει ζέστη, έχει ήλιο, κι αν σωριαστώ; μαμά; μπαμπά; καμιά απάντηση, δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν, Άγγελέ μου, αχ Άγγελέ μου θυμάσαι τη διπλωπία στο νοσοκομείο; κι εσύ φοβόσουν τότε, κι εγώ τώρα, ποιον να πάρω τηλέφωνο, εγώ είμαι το τηλέφωνο που παίρνει κάποιος όταν ζαλιστεί στο δρόμο και δεν έχει νερό και κάνει ζέστη, εγώ είμαι το τηλέφωνο, δεν υπάρχει κανείς, ποιον να πάρω...."
"Ησυχάζουμε τώρα, εγώ είμαι εδώ, δεν φοβάμαι όταν είμαι εγώ εδώ..." Τα σκοτεινά νερα ταράχτηκαν και γέμισαν λάμψεις από ένα φεγγάρι που, ποιος ξέρει πώς, βρέθηκε να περπατά στην Ιπποκράτους, πρωί - πρωί....
"Να πάρω ανάσα, να πάρω λίγο αέρα, όλα θα πάνε καλά, δε βιαζόμαστε μικρή μου, δεν φοβόμαστε, όλα θα πάνε καλά..."
Ανάσα. Αέρας. Καυτός αέρας, αλλά αέρας. Βλέπω το χέρι της να πιάνει το μέτωπό της, να καθησυχάζεται, να ηρεμεί. Μένει εκεί, να κοιτάζει το δρόμο, περιμένει, περιμένει. Κι έπειτα κάνει να σηκωθεί, σιγά - σιγά, προσεκτικά, είναι η ίδια που τη βοηθά να σηκωθεί, σαν να την πιάνει από το μπράτσο και να την αγκαλιάζει για να μην φοβάται. "Θα πάω από τη σκιά και τίποτα δύσκολο δεν θα συμβεί. Μέχρι να βρω να πάρω λίγο νεράκι. Μετά, όλα εύκολα".
Μαγαζάκι. Νερό. Λίγο πιο κάτω μια στάση. "Να κάτσω πάλι λίγο. Έτσι, δε βιάζομαι, λίγο - λίγο θα το πάω".
Όλα έγιναν. Και η δουλειά έγινε και στο σπίτι με ασφάλεια γύρισε και η ζαλούρα σιγά - σιγά φεύγει. Στρίβει τσιγάρο και κάτι τραγουδά...είναι ασφαλές να είμαι εκεί, μαζί της....

χ.π.


Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Κούλα Κούτσαβλου - Επικαιρότι

 



Αγαπητό μου πόδι,

Σε ονειρεύτηκα ψες το βράδυ. Θα με πεις, ποιος ονειρεύεται το πόδι του, ξέρω γω, πάντως εγώ σε ονειρεύτηκα. Ήμασταν, λέει, σε μια βουνοπλαγιά και περπατούσαμε και ξαφνικά γύρισες και με λες «αχ, βγάλε βρε τζανεμ το παπούτσι ν’ αγγίξω λίγο χώμα»..

Τούτες τις μέρες θα ήταν περήφανη για μένα η θεια μου η Κατίνα, «Καίτη» τόνιζε «Καίτη καλέ, μας ακούει κι ο κόσμος». Και ξέρεις, ο κόσμος, όπως τον μάθεις, να, καλή ώρα, εγώ που δεν στρέχω ν’ ανοίξω το χαζοκούτι ενώ στη βεράντα μου με φωνάζουν τα λουλουδάκια μου, λίγο να τα ξεχορταριάσω, λίγο να τα μιλήσω, λίγο να τους ρίξω το νεράκι τους, τώρα όλη την ώρα το έχω ανοιχτό, το χαζοκούτι ντε, και η μούρη μου όλο και ρίχνει κλεφτές ματιές, όλο και γυρνάει στα κανάλια να δω πού είμαστε, τί κάνουμε, αν καταφέραμε τίποτα.

Γιατί, μέρες που’ ναι, Γιούλη μήνα, έχουμε πάρει φωτιά και καιγόμαστε. Και θα με πεις, πρώτη φορά είναι και τότε είναι που θα βγάλω την παντόφλα κι όπου σε βρω, γιατί δεν είναι κουβέντα να λες και λόγος να λογιάζεις.

Τί είναι καλέ η φωτιά και το περνάμε έτσι; Έσταξε η ουρά του γαϊδάρου είναι; Αχ και να βλέπω να καίγονται τα δεντράκια και να σκέφτομαι τότε, στο χωριό της μάνας μου, διακοπές τρεις μήνες είχαμε τότε, ωραίες μέρες, τέλος πάντων, που έπιασε φωτιά το σπίτι της Κυρά Λούτζως, της μάνας του Κυριάκου που είχε το αγοραίο και πηγαινόφερνε κόσμο από το ένα χωριό στο άλλο. Η Κυρά Λούτζω, αν έτρωγες κεφτέδες από τα χέρια της, άλλο δεν ήθελες να φας, χρυσοχέρα, χήρα είκοσι χρόνια η καημένη, μια μέρα αχ δεν έκανε, μόνη της κούτσουρο ίδιο τονε μεγάλωσε τον Κυριάκο, δυο μέτρα καλό παιδί, χρυσό τον έκαμε, τέλος πάντων, ποιος ξέρει πώς ξέχασε το τηγάνι στη φωτιά και άρπαξε το σπίτι, μια φλόγα ίσαμε τον Ύψιστο να του τσουρουφλάει το γένι.

Όλο το χωριό έτρεξε, να οι κουβάδες, να οι κουβέρτες, το έσβησαν το σπιτάκι. «Άλλο κακό να μη μας βρει», όλο αυτό άκουγες για μέρες στο χωριό.

«Άλλο κακό να μη μας βρει»

Εψές που λες, πριν να σε ιδώ στον ύπνο μου, ήρθε η Τασούλα, η εγγόνα της Κυρά Μαρίας από κάτω να με φέρει που έφτιαξε η γιαγιά της ραβανί που μ’ αρέσει. Και την είπα να με πει τί γίνεται γιατί από την τελεόραση δεν καταλαβαίνω και πολλά, με νευριάζουν κιόλας που τα λένε μπερδεμένα. Και κάθισε το παιδί και με είπε και με έδειξε και στο κινητό.

Πάνε τα δεντράκια, καήκαν ζώα με είπε, ψυχούλες αθώες, ένα τσακ και τσουπ στην Παράδεισο που λένε και με είπε να μην πιστεύω πως αθρώποι δεν πεθάναν, γιατί πεθάναν. Και με είπε και για τα παιδιά τα δυο που οδηγούσαν το αεροπλάνο που σβήνει τις φωτιές, πήγαν τα πουλάκια μου να σβήσουν τη φωτιά κι έγιναν μέρος της. Και να μη σταματάνε τα μάτια μου να τρέχουν.

Και να σκέφτομαι τις μανούλες και τους πατεράδες τους, να το πλένεις, να το μαγειρεύεις, να το σιδερώνεις και να στο στείλουν πίσω πεθαμένο.

Αχ Βαγγελίστρα μου, πώς τ’ αφήνεις αυτά και γίνονται…

Θα με πεις, τα ελάφια δεν έχουν μανούλα; Τα λαγούδια, τα πουλιά, τα σκυλάκια, τα γατιά; Αυτά δεν έχουν μανούλες; Πώς δεν έχουν, έχουν.

Και θυμάμαι και την Ακριβούλα, που μένει ένα σπίτι κάτω, που ήθελε να φτιάξει πίτα τρομάρα της και τελευταία ώρα γύρευε αυγά κι αλάτι. Αμ πώς θα φτιάξεις πίτα άμα δε μαζέψεις γύρω σου τί χρειάζεσαι; Άμα περιμένεις να έρθει μόνο του τ’ αυγό, πρόκοψες, ξίνισε το ζυμάρι, πάει η πίτα.

Θα με πεις, πώς μου ‘ρθε η Ακριβούλα. Μου ‘ρθε γιατί πολλά δεν ξέρω αλλά ξέρω πως άμα περιμένεις να πιάσει η φωτιά για να τη σβήσεις, θα πρέπει να είναι τουλάχιστον στο σπίτι της Κυρά Λούτζως, δυο καμαρούλες ίσα – ίσα, φου κάνεις και το σβήνεις.

Άμα το δάσο δεν είναι σπιτάκι, έχει έκταση, κι εδώ με είπε η Τασούλα έχει ανάψει όλη η Ελλάδα, πού να προλάβουν και τί να προλάβουν οι χωριανοί…

Σύρε από το χειμώνα, λέω εγώ που δεν ξέρω, κάνε δρόμους, βάλε προστασία, τί προστασία δεν ξέρω, άμα ήξερα θα πήγαινα να τη βάλω εγώ, πώς έβαλε η Τούλα του Γιώργη το αυτόματο να ποτίζονται τα λουλούδια όταν θα λείπανε στο χωριό, δυο βδομάδες θα λείπανε, θα είχανε ξεραθεί τα φυτά, έβαλε αυτόματο και γύρισε και τα βρήκε καλύτερα από πριν.

Να βάλετε αυτόματο πότισμα. Στα δάση, ναι, ξέρω γω; Άμα είναι να ξέρω εγώ, βάλτε εμένα να κάνω κουμάντο να δεις εσύ πάστρα και νοικοκυροσύνη. Και τα δεντράκια και τα ελαφάκια και τα γατάκια και τα λαγουδάκια, πεντακάθαρα, ταϊσμένα, ποτισμένα, και το δάσο, να τρως από κάτω που λέει ο λόγος.

Να βάλετε αυτόματο πότισμα κι όταν έρθει η φωτιά, όπως έρθει, τη βάλει ο ήλιος, τη βάλει ο παναθεμάτονε, όποιος τη βάλει, να κάνει ένα φρουπ φρουπ φρουπ και να μην μπορεί να πιάσει η σπίθα.

Φρουπ φρουπ φρουπ…

Γιατί η πίτα της Ακριβούλας και καλή να μη γίνει έτσι που αφήνει τη ζύμη και γυρνάει στο σοκάκια για αυγά, δεν πειράζει, θα φτιάξουμε άλλη.

Αυτά που πέθαναν, δέντρα και ζώα και αθρώποι δεν ξαναφτιάχνονται. Κι ας γυρίσουν οι Ακριβούλες οι ακαμάτρες όλα τα σοκάκια της πλάσης.

Δεν ξαναφτιάχνονται.

 

Κούλα Κούτσαβλου


Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

Σπυριδούλες, της Νεφέλης Μαϊστράλη

 



Δέντρο είχα στην αυλή μωρ’ τζάνεμ,

κυπαρίσσι στο μπαξέ μου,

κυπαρίσσι στο μπαξέ μου τζάνεμ,

το ποτίζω μαύρο δάκρυ

Το ποτίζω μαύρο δάκρυ τζάνεμ,

το φαρμάκωσα το δέντρο,

το φαρμάκωσα το δέντρο τζάνεμ,

κι έπεσαν τα φύλλα κάτω…[1]

(Δέντρο)

Σαν γεννηθεί παιδί πάει καλά, σαν γεννηθεί από τ’ άλλα όμως, κεραμίδα στο κεφάλι σου τζάνεμ’. Ένα ποτήρι νερό θα σε φέρει το τσουπί, αλλά μέχρι τότε μόνο βάσανα και καημούς να περιμένεις. Κι άντε να το αναθρέψεις, να το ταΐσεις, να το ντύσεις, να το ποδήσεις, να μεγαλώσει μια στάλα. Αμ θέλει και προίκα, ποιος θα το πάρει με το βρακί; Και πού να βρεθεί προίκα; Κι άμα δεν είναι ένα το αδικιορισμένο, αλλά τα ‘χεις με το τσουβάλι, τί θα απογίνουν;

Δεκαετίες του ’50 και του ’60 το άστυ γεμίζει κορίτσια που «υιοθετούνται» από εύπορες οικογένειες. Οι «ψυχοκόρες» μένουν στο σπίτι, «εσωτερικές», «δουλάκια». 7 χρονών, 8, 11, 13, κάνουν όλες τις δουλειές, σιωπηλά, αδιαμαρτύρητα, μπας και στείλουν κάνα φράγκο πίσω στο σπίτι, στο χωριό, στο νησί, στο ρημαγμένο από τη φτώχια τόπο.

«Ανοίγω τα χέρια, γλιστράω απ’ τα κάγκελα, πέφτω στο νερό και με τρώγουν τα ψάρια…»[2]

Δεν υπάρχει διέξοδος. Μήτε επιλογή. Η μοίρα προδιαγεγραμμένη. Και σκοτεινή. Ξύλο, τιμωρίες, σιωπή, σιωπή, σιωπή. Και να φύγεις, να πας πού; Δεν έχει πουθενά να πας. Να σηκωθείς, να σφουγγίσεις τα δάκρυα και να συνεχίσεις.

Το σκηνικό λιτό. Δε χρειάζονται και πολλά. Σχεδόν αόρατο. Σαν τις ψυχές αυτών των κοριτσιών. Χαμηλοτάβανες και αφτιασίδωτες. Γύρω, γύρω οι αλήθειες μουγκές και στη μέση η ιστορία ενός ανθρώπου που έσπασε τις αλυσίδες με τα δόντια. Της Σπυριδούλας.

Καλοκαίρι του 1953. Η Σπυριδούλα, 12 χρονώ, από το Αγρίνιο, από τη Ματαράγκα πάει στην πρωτεύουσα, στο σπίτι των Βεϊζαδέ. Μεγάλη τύχη! Θα την φροντίσουν σαν παιδί τους!

31η Ιουλίου του 1955, βράδυ. Αυτά που έχασε στην Τρούμπα ο Γιώργος Βεϊζαδές τα φόρτωσε στη ράχη της. 36 ώρες μαρτυρίου, εκατοντάδες χρόνια παγκόσμιας σιωπής….  



[1] Πρόκειται για το χορό της Θράκης Δεντρίτσι.

https://www.youtube.com/watch?v=-JemtOyHj50

[2] Από το κείμενο της παράστασης




Πίσω στο σκηνικό. Στη μέση η Σπυριδούλα, τραγωδός και μάρτυρας. Χορός που την περιβάλλει, οι χιλιάδες αόρατες, σιωπηλές Σπυριδούλες, λες και έχουν σημασία τα ονόματα, οι ιστορίες, τα νεαρά κορμάκια, οι νεαρές ψυχές….

Η κάθαρση θα έρθει πυορροώντας, πάνω στο άρμα των ουρλιαχτών. Θα έρθει;

Τα σύγχρονα στοιχεία σκύβουν το κεφάλι. Η στατιστική αμείλικτη, τότε και τώρα. Η αυτοδιάθεση και τα ανθρώπινα δικαιώματα στριμώχνονται σ’ ένα δωματιάκι, δίπλα στο μαγερειό…

«Πάτερ ημών [….] φτύνω τ’ όνομά σου. […] άσε με να περάσω μια μέρα σαν άνθρωπος κανονικός»[1]

Η Νεφέλη Μαϊστράλη υπογράφει για άλλη μια φορά ένα πρωτότυπο έργο, μια σύγχρονη τραγωδία βασισμένη σε ιστορικά και σύγχρονα στοιχεία και ντοκουμέντα, δίνοντας φωνή σε ζωές που περίμεναν αιώνες να ακουστούν, καταλήγοντας σε μια κραυγή αντίστασης που ανυψώνει την ορατότητα ενάντια σε κάθε ταξικό στερεότυπο. Καθαρός, σύγχρονος λόγος, αγκαλιασμένος από την εξαιρετική μουσική επένδυση των Thrax Punks.

Ο Θανάσης Ζερίτης και ο Χάρης Κρεμμύδας στη σκηνοθεσία «στήνουν» το δράμα πριν την παρουσία. Με λιτότητα που αφήνει χώρο στην πολυπλοκότητα της Ιστορίας, με πρόλογο, παρόδους, στάσιμα, γέφυρες και επεισόδια που τιμούν τη δραματουργία.

Η Ελένη Βλάχου, ο Σταύρος Γιαννουλάδης, ο Τάσος Δημητρόπουλος, η Αργυρώ Θεοδωράκη, η Τατιάνα Άννα Πίτα και η Ελένη Τσιμπρικίδου με οικονομία και σύνεση, καθηλωτικοί, συνεπείς, αποφεύγοντας τις μανιέρες και τα συναισθηματικά αποκούμπια αγγίζουν τα ιστορικά τραύματα με γυμνά χέρια.

 

«Τί λόγο έχει ο Θεός σ’ αυτόν τον κόσμο τον δικό μας;

Τυφλός, κουφός και άφαντος»[2]



 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Σκηνοθεσία Θανάσης Ζερίτης, Χάρης Κρεμμύδας

Δραματουργία Νεφέλη Μαϊστράλη

Σκηνικά – Κοστούμια Γεωργία Μπούρδα

Μουσική επιμέλεια – Σύνθεση Θραξ Πανκc

Κίνηση Πάνος Βοηθός σκηνοθετών Ελένη Τσιμπρικίδου

Έρευνα Παναγιώτης Λιαρόπουλος

Φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης

Εκτέλεση παραγωγής Αριστέα Σταφυλαράκη – 4frontal

 

Παίζουν Ελένη Βλάχου, Σταύρος Γιαννουλάδης, Τάσος Δημητρόπουλος, Αργυρώ Θεοδωράκη, Τατιάνα Άννα Πίττα, Ελένη Τσιμπρικίδου

 

Πειραιώς 260 - Χώρος Ε - Ταύρος, Αττική



[1] Από το κείμενο της παράστασης

[2] Από το κείμενο της παράστασης




Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ

  Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά. Αδύνατον! Και υπάρχει, λέει,   ...