Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Η "Κασέτα", της Λούλας Αναγνωστάκη, στο Θέατρο Σταθμός

 



Θα μπορούσε να έχει γραφτεί σήμερα. Θα μπορούσε να γραφτεί αύριο το πρωί. Γράφτηκε όμως στα 1982 από το χεράκι της μεγάλης Λούλας Αναγνωστάκη.

Ο λόγος για την «Κασέτα».

Εκεί που γελάς, εκεί κλαις, εκεί ερωτεύεσαι, εκεί πεθαίνεις από ζήλια. Εκεί φωνάζεις, εκεί διεκδικείς, εκεί σιωπάς, εκεί συν-καλύπτεις, εκεί φοβάσαι.

Εκεί φοβάσαι.

Ζωή το λένε. Η κασέτα τα κατά-γράφει όλα. Βουβός (;) μάρτυρας των στιγμών μας, μέσα από τις κλειστές πόρτες του νου, στους αυλόγυρους της ψυχής, γύρω από τα τραπέζια των στιγμών που ζωγραφίζουν το πέρασμά μας από τον κόσμο.

Το μικρό που υποδεικνύει το μεγάλο, το απλό που εξηγεί το σύνθετο, το ελαφρύ που κάνει το αβάσταχτο υποφερτό. Και στη μέση το Όνειρο, ίδιο σεβαστιανό, απέναντι στην ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα.




Το πρώτο ανέβασμα του έργου έλαβε χώρα 40 χρόνια πριν, υπό τον Κάρολο Κουν και η τελευταία φορά που παίχτηκε στην Αθήνα ήταν πριν 20 χρόνια. Από εκεί πήρε τη σκυτάλη ο Μάνος Καρατζογιάννης που, με μελέτη και σεβασμό στο κείμενο απέδωσε τη γραφή της Αναγνωστάκη στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο «Η πνευματική παρακαταθήκη της Λούλας Αναγνωστάκη».

Η ομάδα των ηθοποιών, παλιά και καινούρια πρόσωπα, γνωστά και λιγότερο – ακόμα – γνωστά. Όμως όλες και όλοι απόλυτα παρόντες, πλαστικοί, εύπλαστοι, ιδιαίτεροι μέσα σε μια κοινοτυπία που θυμίζει πολύ την αλήθεια. Και ένα, το πρόσωπο που κρατάει την κασέτα, απόμακρο και χαμένο, σαν να είναι το μόνο που ξέρει, το μόνο που κρατάει τις αλυσίδες συνειδητά, και με τα δυο του χέρια…

Τα πρόσωπα είμαστε εμείς. Αφύλακτοι, αθώοι και ένοχοι, θύτες και θύματα της ίδιας μας της ιστορίας, που δεν τη μελετήσαμε και δεν τη μάθαμε και γι’ αυτό εκείνη επιστρέφει, αμείλικτη και αυστηρή.

Σαν το έργο να γράφτηκε  σήμερα. Ή σαν να είναι να γραφτεί αύριο το πρωί.

 


 

Συντελεστές

 

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης

Ερμηνεύουν (αλφαβητικά): Γιώργος Δεπάστας, Γιώργος Ζιόβας, Βάσω Καμαράτου, Μάνος Καρατζογιάννης, Αναστασία Ραφαέλα Κονίδη, Ερμίνα Κυριαζή, Σμαράγδα Σμυρναίου, Γιάννης Τσουμαράκης

Μουσική: Γιώργος Ανδρέου

Σκηνικά- Κοστούμια: Άγγελος Αγγελής

Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος

Ηχητικός σχεδιασμός: Αντώνης Παπακωνσταντίνου

Βοηθός σκηνοθέτη: Χρύσω Χαραλάμπους

 

Θέατρο Σταθμός

Βίκτωρος Ουγκώ 55, Αθήνα

stathmostheatro@gmail.com

Τηλ: 210 52 30267


Δύο Σκύλοι, στο θέατρο Αλκμήνη

 



Γουφ!

Τί δεν καταλαβαίνεις;

Γουφ και ξανά γουφ και ξαναματαγουφ.

Και λίγα λέω.

Κι αν δεν με πιστεύεις, ρώτα τον Κιχώτη, καλά, ίσως όχι τον Κιχώτη καθ’ όσον δεν τον λες και πολυλογά, αλλά έστω ρώτα τον Οδυσσέα, δηλαδή Μήτσο, δηλαδή Μπέικον, δηλαδή Ζορό, δηλαδή Πασά, ουφ, όπως τέλος πάντων τον λένε.

Αυτοί θα σου πουν.

Μωρέ παιδάκι μου κι αν έχει δει το μάτι τους. Κι ένα μυαλό, ξουράφι, κι ας λένε οι ανθρωπάδες πως δεν καταλαβαίνουν. Αν δεν καταλαβαίνουν αυτοί, δεν καταλαβαίνει κανείς.

Γουφ! Γουφ!

Η ζωή και ο θάνατος, η πίστη και η αγάπη, η αδιαφορία και η εγκατάλειψη, η φιλοσοφία και η θυμοσοφία, η απλότητα στην πιο περίπλοκη μορφή της, έλα να σου μάθουν πώς περνάει ο θυμός σε μια στιγμή και πώς γίνεται παιχνίδι και φιλία γερή σα σίδερο, ακούς μωρέ;




Τα είπε ο Θερβάντες, από το 1613 τα λέει, αλλά πού να ακούσουμε οι ανθρωπάδες…Να τη ζεις τη ζωή σα να χωράει όλη σε μια μέρα κι αν έχει κι άλλη, να την ξαναζήσεις και πάλι έτσι! Κι άμα σου κάνει νάζια, να της γρυλίσεις αλλά να κουνάς και ουρίτσα, μη και φοβηθεί!

Η Κωνσταντίνα Νικολαΐδη σκηνοθετεί, απλά, λιτά και ολόμεστα ό,τι – και ευτυχώς – στα ανθρώπινα μέτρα δε χωράει. Σαν μια νύχτα κοινή σαν όλες τις άλλες, έξω από τα επείγοντα ενός νοσοκομείο, σύνορο, πες, ανάμεσα σε ζωή και θάνατο. Εκεί δηλαδή όπου συναντιόμαστε όλα τα πλάσματα του κόσμου.

Οι Ιβάν Σβιτάιλο και Πίτερ Ράντλ ενσαρκώνουν τους δύο αυτούς απίθανους τύπους, άμεσα και ανάλαφρα, καταγγέλοντας την ίδια στιγμή τον άνθρωπο και τις κοινωνικές δομές του, χωρίς βαρύγδουπες μανιέρες και κορώνες δραματικότητας. Ανάλαφρα, όπως η πραγματική ζωή. Και γι’ αυτό, αληθινά.




 

Συντελεστές

Κείμενο/Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνα Νικολαΐδη

Σκηνικά/Κοστούμια: Μαρία Φιλίππου

Σχεδιασμός φωτισμών: Αργύρης Θέος

Πρωτότυπη μουσική: Γιάννης Οικονόμου

Κινησιολογία: Χριστίνα Φωτεινάκη

Μακιγιάζ: Ράνια Γιαννάκη

Παίζουν: Ιβάν Σβιτάιλο & Πίτερ Ραντλ

 

Θέατρο Αλκμήνη - Κεντρική Σκηνή

Αλκμήνης 8-12, Αθήνα


Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα στο Θέατρο Σταθμός

 


Τρεις οι Μοίρες. Οι Χάριτες τρεις. Τρεις οι Γοργόνες και οι Ερινύες τρεις. Τρίμορφη η Εκάτη και η Χίμαιρα.

Τρεις γραίες. Τρεις μπάμπες.

Χορός αρχαίας τραγωδίας που ξέφυγε από τον ίαμβο και ξεχύθηκε στον κάμπο να κατεβάσει το φεγγάρι, να πλύνει, να ζυμώσει, να κλώσει και να υφάνει, να σπείρει και να θερίσει, παιδιά και κορίτσια να γεννήσει και να τα αναστήσει. Με το σώμα και το αίμα.

Κι έπειτα, σαν πάρει μιαν ανάσα, να μαζώξει βοτάνια, με λάδι, αλάτι, νερό και αλεύρι να φτιάξει γιατροσόφια και φυλακτά και μάγια, να δέσει, να λύσει, να ξεματιάσει, να ορίσει.

Κι όλα αυτά αόρατα, σιωπηλά, σιγομουρμούρισμα στη βουή.

«Βάστα μαρή!»




Γυναίκες, με έναν μυστικό μαγικό κώδικα στα χέρια, να περνάνε γενιές και γενιές και να φτάνουν στη σκηνή του θεάτρου Σταθμός, μετουσιωμένες μέσα από τα σώματα τριών νεαρών ανδρών, που τολμάνε να απεκδυθούν των ορίων της ανδροκρατίας που τις άφησε στη σκιά, αυτές, τις γιαγιάδες, τις μανάδες, τις αδελφές, τις κόρες και τις ερωμένες τους.

Το θεσσαλικό θέατρο, με τόλμη, ξεφυλλίζει τη λαογραφία του τόπου του και παρουσιάζει για πρώτη φορά στην ιστορία του θεάτρου την παράδοση σε σύγχρονη φόρμα που θέλει τις μάγισσες της περιοχής να έχουν παραλάβει τις μυστικές δεξιότητές τους από τη Μήδεια και να ειδικεύονται στο κατέβασμα του φεγγαριού. Η δραστηριότητα αυτή παραμένει γνωστή μέχρι τους νεότερους χρόνους στο θεσσαλικό  χώρο.

Ο θεατής βρίσκεται μπροστά σε μια τελετουργία. Μάσκες, συντονισμός σώματος και λόγου, αφήγηση, μαρτυρίες. Μαγικό τοπίο με αφετηρία την παρασκευή της πίτας και σπαράγματα από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου και τα Φαρσάλια του Λουκανού. Στο φόντο, το δημοτικό τραγούδι και οι μαρτυρίες.




Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας σκηνοθετεί με σεβασμό, ευλάβεια και τιμή, μελετώντας τη μυστική παράδοση με προσοχή και στόχευση. Το αποτέλεσμα, ένα work in progress, επάξιο της λέξης ψυχαγωγία.

Οι Μιχάλης Αναγνώστου, Μανούσος Γεωργόπουλος και Πλάτωνας – Γιώργος Περλέρος, καταιγιστικοί, εξαίρετοι, αφήνονται στην θηλυκή ενέργεια και γίνονται δοχεία της και πομποί της.

Οι γιαγιάδες τους, θα ήταν μες στο καμάρι…

 



Συντελεστές

 

Δραματουργία - σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ντέλλας

Ερμηνεύουν: Μανούσος Γεωργόπουλος, Πλάτωνας Γιώργος Περλέρος, Μιχάλης Αναγνώστου

Ηχητικό περιβάλλον - πρωτότυπη μουσικη: Αλέξανδρος Κτιστάκης

Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγκα

Κατασκευή μάσκας: Μάρθα Φωκά

Κοστούμια: Κωνσταντίνα Μαρδίκη

Βοηθός σκηνοθέτη: Μαντώ Κατσούγκρη

 

Θέατρο Σταθμός

Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο


Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας στο ΠΛΥΦΑ


 

Ονειρεύονται, λέει, οι μεγάλοι, όνειρα παιδιών, με ξωτικά και με νεράιδες και με ξόρκια και με μαγικά.

Αδύνατον!

Και υπάρχει, λέει,  ο έρωτας, ο πανώριος εχθρός της ανίας, ο μόνος αληθινός σύμμαχος της ζωής.

Αδύνατον, αδύνατον!

Μια στην αλήθεια, μια στο όνειρο, σαν βουτιά σε νερό που βράζει και κοχλάζει, αλλά στ’ αληθεια μια θάλασσα ολόδροση είναι, με νερά κρύσταλλα που εσύ για σκοτεινό υγρό τα βλέπεις και, μια φοβάσαι, μια παίζεις στα κύματα.

Και η λογική;

Μα, ποιος νοιάζεται;

Στο λέει από την αρχή, πόσο ειλικρινές ψέμα, πόσο σαφής θολούρα, όνειρο, όνειρο σου λέει, δεν είναι αλήθεια και ποια αλήθεια άραγε, αυτή που ζεις, αυτή που ζω εγώ, αυτή που ζει ο διπλανός, υπάρχει αλήθεια μία για να στην πω, κι αν υπάρχει, πού το ξέρουμε ότι όνειρο δεν είναι;

Στον τόπο που οι ήρωες από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου συναντώνται με πρόσωπα από την αρχαία Ελλάδα, με πρόσωπα του μύθου, με νεράιδες και ξωτικά, ο Shakespeare χτυπάει το ραβδί του τρεις φορές και το κουβάρι του μύθου ξετυλίγεται.




Και το ξετυλίγει μια ομάδα αγαπημένη, συντονισμένη σαν ένα σώμα, σαν μια φωνή, σαν μια κίνηση μιας μόνο σκιάς. Το λιτό σκηνικό αναδεικνύει τη σημαντικότητα της πλοκής και, μια στην πόλη των Αθηνών, μια στο δάσος, μια στην πραγματικότητα και μια στο όνειρο, συμβάλλει σε τούτη δω τη συγχορδία.

Θεατρική παράσταση και θέατρο σκιών, χορόδραμα και συναυλία, δε χρειάζεται να διαλέξεις, εκεί είναι, σε διαλέγουν αυτά και σε τραβάνε μέσα στον μαγικό τους κύκλο. Δε φτάνει η ώρα, διψασμένο σε αφήνει η αυλαία, κι άλλο να θέλεις, λίγο ακόμα από αυτό το παράδοξο μαγεμένο χαρμάνι.

Οι Loxodox «διαβάζουν» άλλο ένα κλασσικό κείμενο, μετά τη Φαλακρή τραγουδίστρια, με το δικό τους, μοναδικό τρόπο. Η Στέλλα Γαδέδη με τη μουσική της γεμίζει το χώρο, ντύνει τα δρώμενα και μας μεταφέρει στο δικό της παρόν, το επί σκηνής αναπνέον…

«Δεν υπάρχει αδύνατο», η φωνή μέσα στο κεφάλι μου με ακολουθεί στη έξοδο από το Πλύφα. «Πίστεψε στο όνειρο και θα δεις».

Δεν ξέρω. Μπορεί να τρύπωσε αυτός ο άτιμος ο Πουκ που με στοιχειώνει χρόνια τώρα στη τσέπη μου. Μπορεί και να ζει εκεί. Πάντωςεγώ τον πιστεύω. Τον Πουκ. Και το όνειρο. Και κυρίως τους Loxodox.

Και τους προτείνω.

Ανεπιφύλακτα.

 


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

·        Κείμενο: Ουίλιαμ Σαίξπηρ

·        Σκηνοθεσία: Αλκίνοος Δωρής

·        Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης

·        Κίνηση: Αγγελική Τσούπρα

·        Μουσική: Στέλλα Γαδέδη

·        Σκηνογραφία: Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου

·        Κοστούμια: Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου και Ισμήνη Ασημάκη

·        Πίνακας ζωγραφικής: Ισμήνη Ασημάκη

·        Φωτισμοί: Θωμάς Οικονομάκος

·        Φωτογραφίες παράστασης: Sabrina Brodescu

·        Κατασκευή Κοστουμιών: ΡΑΜ ΡΑΜ

·        Κατασκευή μάσκας: Φωτεινή Γεωργίου

·        Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη

·        Παραγωγή: LOXODOX

·        Οργάνωση παραγωγής: Loxodox, Όλγα Τσατσούλη

 

Διανομή

·        Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου: Ελένη, Μπρίκης

·        Σταύρος Καστρινάκης: Δημήτριος, Βελόνης

·        Δήμητρα Κολοκυθά: Πουκ

·        Νάσος Κρέτσης: Πάτος

·        Κατερίνα Κωνσταντίνου: Νεράϊδα

·        Γιάννης Μπάτσης: Λύσανδρος, Σουραύλης

·        Μηνάς Πασπαλάς: Αιγέας, Σφήνας

·        Μπέτυ Σαράντη: Ερμία, Αλφάδης

·        Δήμητρα Σπανούλη: Ιππολύτη, Τιτάνια

·        Βασίλης Σταματάκης: Θησέας, Όμπερον

·        Μουσικοί επί σκηνής: Κατερίνα Κωνσταντίνου (φλάουτο), Νάσος Κρέτσης, Μηνάς Πασπαλάς (βιολί, κιθάρα), Νάσος Κρέτσης (νταούλι)

 

Πληροφορίες Παράστασης

Παραστάσεις:   Από Παρασκευή 8 Μαρτίου

Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Παρασκευή & Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 19:00

Τιμές εισιτηρίων

Γενική Είσοδος: 12€

Φοιτητικό/ Μειωμένο: 10€

Διάρκεια παράστασης:  105’ λεπτά

Προπώληση εισιτηρίων: MORE.COM

 

Τηλέφωνο κρατήσεων: 6948199103

ΠΛΥΦΑ

Κορυτσάς 39, Βοτανικός / Τηλέφωνο: 693 869 0612 / info@plyfa.space

(10 λεπτά με τα πόδια από το μετρό του Κεραμεικού)

Η παράσταση «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» τελεί υπό την Αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και επιχορηγείται.



Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023

Ούτε καληνύχτα, ούτε τίποτα Κεμάλ


 

Άσε μας ρε Κεμάλ κι εσύ. Καληνύχτα και καληνύχτα. Τί καληνύχτα ρε; Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εμείς καληνυχτιζόμαστε;

Και στην τελική θυμάσαι πότε νύχτωσε;

Πότε νύχτωσε ρε Κεμάλ; Για πες.

Τότε δεν ήταν που αποφάσισες να μη μιλήσεις, να το καταπιείς όλο, και το στανιό σου και το θυμό σου και το ζόρι σου;

Που αποφάσισες να εκτονωθείς στο πιώμα, στο τζόγο, στο ποδόσφαιρο και στη ράχη του διπλανού, του παιδιού, της γυναίκας και του άντρα σου;

Να εκτονωθείς κι έπειτα να το βουλώσεις, Κεμάλ;

Που αποφάσισες ότι τα πράγματα έτσι είναι και δεν αλλάζουν και ποιος είσαι εσύ που θα αλλάξεις τον κόσμο;

Που άρχισες τα «δε βαριέσαι»;

Που έκλεισες το βιβλίο της Ιστορίας; Ή μήπως δεν το άνοιξες ποτέ Κεμάλ;

Που χώθηκες σε μια οθόνη, είτε γεννήθηκες μέσα σ’ αυτή, είτε τη γνώρισες κάπου στο ενδιάμεσο κι έγινε αυτή, η οθόνη ντε, όλη σου η πραγματικότητα;

Που έγινες ακίνητος, καναπεδιασμένος και φοβάσαι καθετί που θυμίζει σχέση;

Που όταν σε ζορίζουν τα πτώματα που έχουν γεμίσει τον τόπο βάζεις σειρούλα στο Netflix να έρθεις λίγο να ξαλεγράρεις;

Που δεν μπορείς να περπατήσεις στο δρόμο από τα σκαμμένα και τα σπασμένα και τα χάλια και έτσι αποφασίζεις, όχι να καταγγείλεις αλλά να μην περπατάς άλλο;

Που παρκάρεις σε ράμπες για ανάπηρους γιατί «εντάξει, δέκα λεπτάκια θα κάνω;»

Που «πω μωρέ, δεν ασχολούμαι εγώ μ’ αυτά», κάθε που η κουβέντα πάει στα πολιτικά;

Που δε γνωρίζεις. Και δεν θέλεις να μάθεις γιατί «όλοι το ίδιο είναι». Σκέφτηκες ότι το «όλοι» σε περιλαμβάνει, Κεμάλ;

Που σε προσβάλλουν μέσα στο μούτρο και δεν το παίρνεις χαμπάρι;

Που σου λένε ψέματα με τον πιο χυδαίο τρόπο και δεν το πιάνεις, Κεμάλ;

Που χώνουν τη χερούκλα μέσα στη τσέπη σου και σου παίρνουν τα φραγκοδίφραγκα και τους χρωστάς κι από πάνω;

Που χρωστάς και χρωστάς και τελειωμό δεν έχει το χρέος; Ε Κεμάλ;

Που σου κόβουν το ρεύμα, το νερό, το τηλέφωνο;

Που δεν έχεις να φας Κεμάλ;

Που δεν μπορείς, όχι να αγοράσεις, πού τέτοια τύχη, δεν μπορείς να νοικιάσεις ένα κεραμίδι για να βάλεις από κάτω το κεφάλι σου;

Που ο αδελφός σου είναι που δε σε λυπάται, Κεμάλ;

Που η δικαιοσύνη δεν είναι δικαιοσύνη και ούτε άλλες λέξεις είναι αυτές που ακούγονται, δημοκρατία Κεμάλ, ισότητα Κεμάλ, δικαίωμα, ελευθερία;

Που τρέμεις σαν το φύλλο μη σε πιάσουν γιατί η επανάστασή σου εξαντλείται σε μικροαπατεωνιές και ματσαράγκες ενώ οι αποπάνω σου κλέβουν με δέκα δαγκάνες;

Που σε χαστουκίζουν μες στα δόντια και ζητάς και συγνώμη;

Που πνίγεσαι, καίγεσαι, εξαϋλώνεσαι, διαλύεσαι, αποκλείεσαι, φοβάσαι, φοβάσαι Κεμάλ;

Που σε ενοχλεί όποιος δεν σου μοιάζει γιατί αυτός φταίει για το χάλι σου, Κεμάλ;

Που διπλοκλειδώνεις μήπως και μπει ένας άλλος κακομοίρης που σου μοιάζει και δεν το ξέρεις και σου αρπάξει το τίποτα που σου ανήκει Κεμάλ;

Που μια στο τόσο σου λένε πως δικαιούσαι να έχεις άποψη και τότε θυμάσαι να τους περιφρονήσεις Κεμάλ, ενώ κάθε μέρα τους κάνεις ρεβεράντζες και σκύβεις τη μέση, ε Κεμάλ;

Που μόλις ζοριστείς κουμπώνεις δυο χάπια, πίνεις και κάτι χορτάρια, τραβάς και μια γραμμή στο πού και πού και χαίρεσαι που τα βρίσκεις πια όλα αυτά τόσο εύκολα, χωρίς να αναρωτιέσαι γιατί ξαφνικά η τόσο χαλαρή πρόσβαση; Ε, Κεμάλ; Πώς κι έτσι;

Και που μετά ξεχνάς, Κεμάλ, ξεχνάς κι επειδή ξεχνάς και είσαι κι αδαής Κεμάλ και αδρανής Κεμάλ κι επειδή το πληκτρολόγιο είναι όλος σου ο κόσμος Κεμάλ, επαναλαμβάνεις Κεμάλ, μπαίνεις στη λούπα και τραβάς απ’ την αρχή τη λέζα, Κεμάλ. Κι ούτε που το ξέρεις, Κεμάλ αγόρι μου, μόνο γκρινιάζεις κι έπειτα σκύβεις και σφίγγει η τραχηλιά Κεμάλ, σφίγγει μέχρι που να σκάσεις και να συνεχίσει στη θέση σου ο επόμενος, με την ίδια φάτσα, τα ίδια ρούχα, τα ίδια παπούτσια, το ίδιο κινητό και την ίδια αδιάφορη στάση.

Αυτός ο κόσμος, Κεμάλ, δεν θα αλλάξει γιατί δεν θα κάνεις κάτι για να αλλάξει. Έστω και λίγο. Ούτε αυτό το λίγο θα κάνεις, Κεμάλ.

Γι’ αυτό, ούτε καληνύχτα κι ούτε καλημέρα.

Δε θέλω πολλά πολλά με την πάρτη σου. Και όσα σου ‘πα, λίγα είναι. Έχω κι άλλα, αλλά δεν έχει νόημα. Δεν έχεις νόημα.

Τα λέμε στην κόλαση, Κεμάλ.

Το νου σου.


Τρίτη 8 Αυγούστου 2023

ένα μαζί...





 Τελικά, αυτό το κορίτσι πολύ το γουστάρω. Στο παρελθόν, η αλήθεια είναι ότι είχαμε τα προβλήματά μας, κυρίως με τη σιωπή της. Αυτή η σιωπή της με τρέλαινε. Θυμάμαι πολλές φορές που ρωτούσα και ρωτούσα κι εκείνη, έσκυβε στην τσάντα της, στην τσέπη της, να βρει τον καπνό, να στρίψει, να ανάψει. Πρώτη τζούρα κι έπειτα αλλαγή θέματος, "πήρε να βραδιάζει νωρίς"...

Με τον καιρό κατάλαβα πώς το να ζω μαζί της θα σήμαινε να καταλάβω και τη σιωπή της. Δεν είναι ότι δε μιλούσε ποτέ. Κάποιες φορές μάλιστα, μπορεί κάποιος να την έλεγε και φλύαρη. Αλλά ποτέ για τα βαθιά της. Τα σκοτεινά της νερά ήταν πάντα μακριά από του κόσμου το βλέμμα. Ακόμα είναι. Αγαπά πολύ να βυθίζεται εκεί κάποιες ώρες μόνες, είναι δικά της αυτά τα νερά, τους μιλά κι εκείνα είναι εκεί, το σταθερό της σημείο.
Σήμερα την παρατηρούσα σαν ξύπνησε. Σαν να μην ήθελε να ξυπνήσει, σαν να μην ήθελε να αφήσει αυτό το όνειρο που από το απόγευμα την τυρρανούσε. Το έβλεπε ξύπνια, το επανέλαβε στον ύπνο της. Ένα κατακόκκινο όνειρο, γεμάτο ένταση, από αυτά που παρακαλάς να δεις. Θες οι λέξεις που διάβασε πριν να κοιμηθεί, μπορεί, θες οι σκέψεις της τον τελευταίο καιρό, δεν ήθελε να ξυπνήσει, έπρεπε όμως.
Έπρεπε να βγει για δουλειές. Σιχαίνεται να βγαίνει έξω το πρωί με ζέστη, είναι του χειμώνα Κόρη, σιχαίνεται και τα πρέπει και σήμερα τα δυο στεκόταν μπροστά της. ένα πρέπει, το πρωί, με ζέστη.
Με το που έφτασε στη στάση, είδε το λεωφορείο να φεύγει. "Δε γαμιέται, θα το πάω με τα πόδια". Της αρέσει το κέντρο, της αρέσει να βλέπει τους ανθρώπους, αγαπά τους ανθρώπους, θέλει να βρίσκεται ανάμεσά τους. Όχι πάντα, αλλά πολλές φορές. Περπατούσε και κοιτούσε, βιτρίνες, πρόσωπα, χρώματα, πρόσωπα, ήχοι της πόλης, το βραδινό όνειρο, πρόσωπα...
Και τότε συνέβη. Σαν να είχε πιει δυο μπουκάλια τεκίλα, από εκείνες τις νιότης της, άρχισε να τα βλέπει όλα διπλά. Όλα. Διπλά. Έκανε ένα βήμα, το κατάλαβε σαν τρία. Ένιωσε να παραπατάει.
"Ώπα! μαλακία γίνεται τώρα...."
Πιάστηκε από ένα κολωνάκι στην άκρη του δρόμου. Στα δυο μέτρα μια πολυκατοικία. "Να κάτσω". Κάθησε. "Δεν πήρα νερό μαζί μου, να πάρω τηλέφωνο, ποιον να πάρω τηλέφωνο, κάνει ζέστη, έχει ήλιο, κι αν σωριαστώ; μαμά; μπαμπά; καμιά απάντηση, δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν, Άγγελέ μου, αχ Άγγελέ μου θυμάσαι τη διπλωπία στο νοσοκομείο; κι εσύ φοβόσουν τότε, κι εγώ τώρα, ποιον να πάρω τηλέφωνο, εγώ είμαι το τηλέφωνο που παίρνει κάποιος όταν ζαλιστεί στο δρόμο και δεν έχει νερό και κάνει ζέστη, εγώ είμαι το τηλέφωνο, δεν υπάρχει κανείς, ποιον να πάρω...."
"Ησυχάζουμε τώρα, εγώ είμαι εδώ, δεν φοβάμαι όταν είμαι εγώ εδώ..." Τα σκοτεινά νερα ταράχτηκαν και γέμισαν λάμψεις από ένα φεγγάρι που, ποιος ξέρει πώς, βρέθηκε να περπατά στην Ιπποκράτους, πρωί - πρωί....
"Να πάρω ανάσα, να πάρω λίγο αέρα, όλα θα πάνε καλά, δε βιαζόμαστε μικρή μου, δεν φοβόμαστε, όλα θα πάνε καλά..."
Ανάσα. Αέρας. Καυτός αέρας, αλλά αέρας. Βλέπω το χέρι της να πιάνει το μέτωπό της, να καθησυχάζεται, να ηρεμεί. Μένει εκεί, να κοιτάζει το δρόμο, περιμένει, περιμένει. Κι έπειτα κάνει να σηκωθεί, σιγά - σιγά, προσεκτικά, είναι η ίδια που τη βοηθά να σηκωθεί, σαν να την πιάνει από το μπράτσο και να την αγκαλιάζει για να μην φοβάται. "Θα πάω από τη σκιά και τίποτα δύσκολο δεν θα συμβεί. Μέχρι να βρω να πάρω λίγο νεράκι. Μετά, όλα εύκολα".
Μαγαζάκι. Νερό. Λίγο πιο κάτω μια στάση. "Να κάτσω πάλι λίγο. Έτσι, δε βιάζομαι, λίγο - λίγο θα το πάω".
Όλα έγιναν. Και η δουλειά έγινε και στο σπίτι με ασφάλεια γύρισε και η ζαλούρα σιγά - σιγά φεύγει. Στρίβει τσιγάρο και κάτι τραγουδά...είναι ασφαλές να είμαι εκεί, μαζί της....

χ.π.


Η "Κασέτα", της Λούλας Αναγνωστάκη, στο Θέατρο Σταθμός

  Θα μπορούσε να έχει γραφτεί σήμερα. Θα μπορούσε να γραφτεί αύριο το πρωί. Γράφτηκε όμως στα 1982 από το χεράκι της μεγάλης Λούλας Αναγνωστ...