Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

Τζια, 15 - 4 - 2022

 




Τζιά

Σε ξυπνάνε τα πουλάκια εδώ. Στην πρώτη ανάσα σού ‘ρχεται: «το είδος κάτι έχει καταλάβει στραβά». Γιατί, βλέπεις, θα έπρεπε, λέγω, να τραγουδάμε αντί να μιλάμε. Σκέψου το. Πάει να πει, και το χειρότερο να πεις τραγουδιστά, καλό ακούγεται. Έτσι ξυπνάει ίσια ο νους, όχι με ξυπνητήρι smart, δίπλα στο κούτελο, ανοιχτό στο μεταμεσονύκτιο «διαβάστηκε».

Ποιος νοιάστηκε.




Σηκώνεσαι και λυσσάς να βγεις στο σοκάκι. Σε περιμένει η πέτρα και το μπουμπούκι της φρέζιας έσκασε για σένα μόνο. Για να το δεις. Αλίμονο σου αν το χάσεις. Μία φορά θα σε περιμένει, μετά πάει.

Έτσι είναι οι μεγάλες αγάπες. Ρε φίλε, τί φλύαρη σιωπή είναι δαύτη;



Βγήκες στο μονοπάτι του Λιόντα. Πράσινα και μωβ και κίτρινα και λευκά και μέτρα χρώματα, να μάθεις καινούριο αλφάβητο. Χαντάκια σκάβει στη σκέψη η ρίζα και το κλαδί. Την ησυχία του τοπίου διακόπτουν μόνο κάτι ξεριζωμένοι μάστοροι, ποιος ξέρει που να ‘ναι τα χωριά τους και δεν τους πονά τούτος ο ουρανός που υποφέρει από τις δαγκάνες του φορτηγού κι από τα σύρματα που μαντρώνουν τη γης.

Ντρέπεσαι να περπατήσεις, μην και βλάψεις τις αρχαίες πέτρες. Στο λέει ο Λιόντας∙ «το νου σου, εσύ παροδικός, εγώ αιώνιος».




Το σούρουπο γαντζώνεται σε πιρούνια και κατσαρόλια. Με το τσούγκρισμα των ποτηριών ραγίζουν καρδιές. Μέχρι να σε βρει το βράδυ, στάζεις τη ζωή σου σταγόνα σταγόνα. Και μια στο χώμα, να σχωρεθούν τ’ αποθαμένα, να μάθουν πως δε λησμονήθηκαν.

Λησμονιούνται οι χαρακιές;

Εψές ξένοι, σήμερα πώς αναζητάς φίλους, χαμόγελα, ματιές; Πώς θυμάσαι ρυτίδες κι αγγίσματα στον ώμο και τη ράχη; Μέχρι να φουσκώσει ο καφές, να προλάβεις να χωρέσεις άλλη μια κουβέντα.

Θα βρέξει. Ευτυχώς. Κι ας είναι και λάσπη. Κι αυτή η φουκαριάρα, τόσο δρόμο έκανε για να μπορείς εσύ να ζωγραφίσεις δυο πινελιές από κοκκινόχωμα. Ποιος ξέρει ποια πατήματα την κλαίνε που ποτέ δεν θα την ξαναδούν;

Κοίτα, ρεγάλο, κάποιος σε κράτησε στο νου! Και σου φύλαξε ένα κεραμίδι, δώρο, να το πάρεις μαζί σου στην πόλη, την μονοκόμματη, να σκάσει από τη ζήλια της. Εσύ έχεις ένα κεραμίδι, διάφανο, να αφήνει ορατή τη βροχή και τη λιακάδα.

Κι αν είναι λιακάδες και μπόρες βροντερές οι κουβέντες που σε ξεδίψασαν, έτσι που ‘ρθες με το στόμα ξερό από μοιράσματα…




Στο τρίτο βράδυ επάνω, η Πανσέληνος ήρθε ντυμένη μια ομίχλη. Να μη βλέπεις, τί τα θες τα μάτια, άνοιξε της ψυχής τα παράθυρα κι αυτή θα μπει να φωτίσει. Κι αέρας και νερά, του ουρανού θάλασσες, κύματα φουρτούνες στη βεράντα και μέσα λέξεις να ξεπλένονται ολοένα.

Όχι αντίο.

Καλή αντάμωση, το συντομότερο, καλή αντάμωση…

Πέτρο μου, νησί μου και κύμα μου, Αργυρώ και Αλέξανδρε, Σοφία και Marco, Υβόννη και Φίλιππε και Ηλέκτρα, σκαλοπάτια μου από γέλια και ανάσες, χρωστάω μια αγκαλιά.

Και θα περιμένω να σας τη δώσω.




 

1 σχόλιο:

Σκέψεις

Η "Κασέτα", της Λούλας Αναγνωστάκη, στο Θέατρο Σταθμός

  Θα μπορούσε να έχει γραφτεί σήμερα. Θα μπορούσε να γραφτεί αύριο το πρωί. Γράφτηκε όμως στα 1982 από το χεράκι της μεγάλης Λούλας Αναγνωστ...